-
1 ἐξαμιλλάομαι
Aἐξαμίλλησαι Id.Hyps.Fr.2
:—struggle vehemently: c. acc. cogn., τὰς τεθρίππους Οἰνομάῳ.. ἁμίλλας ἐξαμιλληθείς having contested the chariot-race with him, Id.Hel. 387: abs., ib. 1471; διαφόροις ὁδοῖς πρὸς ἓν καὶ ταὐτὸν ἄκρον Constantius in Them.Or.p.22 D.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξαμιλλάομαι
См. также в других словарях:
εξαμιλλώμαι — ἐξαμιλλῶμαι, άομαι (Α) [αμιλλώμαι] 1. αγωνίζομαι με δύναμη («ὧ τὰς τεθρίππους Οἰνομάῳ Πῑσαν κάτα Πέλοψ ἁμίλλας ἐξαμιλληθεὶς ποτε», Ευρ.) 2. καταδιώκω, διώχνω («τίνες πολιτῶν ἐξαμιλλῶνταί σε γῆς;», Ευρ.) 3. αφαιρώ τον νου, το λογικό, τρελαίνω… … Dictionary of Greek