-
1 εξαγωγή
ἐξαγωγῆι, ἐξαγωγεύςone who leads out: masc dat sg (epic ionic)ἐξαγωγήfem dat sg (attic epic ionic) -
2 ἐξαγωγῇ
ἐξαγωγῆι, ἐξαγωγεύςone who leads out: masc dat sg (epic ionic)ἐξαγωγήfem dat sg (attic epic ionic) -
3 εξαγωγή
-
4 ἐξαγωγή
-
5 εξαγωγή
1) export2) extractionΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > εξαγωγή
-
6 εξαγωγήι
ἐξαγωγεύςone who leads out: masc dat sg (epic ionic)ἐξαγωγῇ, ἐξαγωγήfem dat sg (attic epic ionic) -
7 ἐξαγωγῆι
ἐξαγωγεύςone who leads out: masc dat sg (epic ionic)ἐξαγωγῇ, ἐξαγωγήfem dat sg (attic epic ionic) -
8 ἐξαγωγεύς
II = ἐξαγωγίς, Gloss. -ή, ἡ, leading out of troops, X.Eq.Mag.4.9 (pl.), Plb.5.24.4 (pl.).3 carrying out, exportation,πωγεῖν ἐπ' ἐξαγωγῇ Id.5.6
, cf. 7.156; ἐξαγωγὴν δοῦναι, παρέχεσθαι, grant a right of exporting, Isoc.17.57, Pl.Lg. 705b; ἐ. λαβεῖν τοῦ σίτου receive an export licence, D.34.36, cf. PCair.Zen.93.13 (iii B.C.); ἐπ' ἐξαγωγῇ for removal from the country, for deportation,ἀδελφὴν ἐπ' ἐ. πέπρακε D.24.203
, cf. 25.55; ἐ. σίτου, σιτική, Plb.28.2.2, 28.16.8.5 intr., going out: hence, ending of a thing,τῶν παρόντων κακῶν Plb.2.39.4
, etc.; ἐ. ἐκ τοῦ ζῆν, ἐ. βίου, departure from life, Epicur.Sent.20, Sent.Vat.38; ἐ. alone, suicide, Chrysipp.Stoic.3.188, Varro Sat.Men.p.227 B., etc.6 the Exodus, Ph.1.438, al.; title of poem by Ezekiel.II as law-term, ejectment, Is.3.22, D.44.34.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξαγωγεύς
-
9 εξαγωγής
ἐξαγωγεύςone who leads out: masc nom plἐξαγωγεύςone who leads out: masc nom /voc plἐξαγωγήfem gen sg (attic epic ionic) -
10 ἐξαγωγῆς
ἐξαγωγεύςone who leads out: masc nom plἐξαγωγεύςone who leads out: masc nom /voc plἐξαγωγήfem gen sg (attic epic ionic) -
11 εξαγωγαί
-
12 ἐξαγωγαί
-
13 εξαγωγών
-
14 ἐξαγωγῶν
-
15 εξαγωγάς
-
16 ἐξαγωγάς
-
17 εξαγωγέων
ἐξαγωγεύςone who leads out: masc gen plἐξαγωγέω̆ν, ἐξαγωγεύςone who leads out: masc gen plἐξαγωγήfem gen pl (epic ionic) -
18 ἐξαγωγέων
ἐξαγωγεύςone who leads out: masc gen plἐξαγωγέω̆ν, ἐξαγωγεύςone who leads out: masc gen plἐξαγωγήfem gen pl (epic ionic) -
19 εξαγωγήν
-
20 ἐξαγωγήν
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἐξαγωγή — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξαγωγή — Αποστολή εμπορευμάτων ή πρώτων υλών έξω από τα τελωνειακά φυλάκια της παραγωγού χώρας. Η ε. συνδέεται συνήθως με μία πράξη αγοραπωλησίας και είναι προσωρινή, όταν τα εμπορεύματα στέλνονται στο εξωτερικό αποκλειστικά για βιομηχανική επεξεργασία… … Dictionary of Greek
ἐξαγωγῇ — ἐξαγωγῆι , ἐξαγωγεύς one who leads out masc dat sg (epic ionic) ἐξαγωγή fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξαγωγή — η 1. αφαίρεση, βγάλσιμο. 2. η αποστολή ή μεταφορά προϊόντων ή εμπορευμάτων στο εξωτερικό: Αυξήθηκαν οι εξαγωγές δημητριακών στην Ευρώπη. 3. το σύνολο των εμπορευμάτων που εξάγονται στο εξωτερικό ή το εξαγωγικό εμπόριο. 4. βγάλσιμο δοντιού, βίαιη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐξαγωγαί — ἐξαγωγή fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαγωγήν — ἐξαγωγή fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαγωγῶν — ἐξαγωγή fem gen pl ἐξαγωγός waste pipe masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άρωμα — Μείγμα διαφόρων ουσιών με ευχάριστη οσμή. Στην αρχαιότητα, χρησιμοποιούσαν α. για θυμίαση, κάπνισμα –η γαλλική λέξη parfum και η ιταλική profumo (= άρωμα) προέρχονται από το λατινικό per fumum (= με καπνό)– με καύση ξύλου ή αρωματικών ρητινών… … Dictionary of Greek
ορυχείο — Σύνολο εργοταξίων, υπόγειων ή επιφανειακών, τα οποία, με τις μηχανικές εγκαταστάσεις τους, έχουν προορισμό την ανόρυξη και την εξαγωγή χρήσιμων ορυκτών. Η επεξεργασία στην οποία υποβάλλεται η μάζα του πετρώματος λέγεται εκμετάλλευση του ορυκτού.… … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek
κινητήρας — Μηχανή η οποία παράγει μηχανική ενέργεια απορροφώντας ενέργεια άλλης μορφής, συνηθέστερα θερμική, ηλεκτρική ή υδραυλική. Η ποσότητα της απορροφώμενης ενέργειας είναι πάντοτε μεγαλύτερη από την ποσότητα της παραγόμενης, εξαιτίας των απωλειών που… … Dictionary of Greek