-
1 εξάνθημα
-
2 ἐξάνθημα
-
3 εξανθημα
- ατος τό накожная болезнь, сыпь(ἐ. καὴ φλεγμασία Arst.; ἐξανθήματα ψωρικά Plut.)
-
4 εξάνθημα
το сыпь -
5 ἐξάνθημα
A efflorescence, eruption, pustule, Hp.Aph.6.9, Epid.1.9, cf. Arist. HA 518a12, Ph.2.225: metaph., [πάθη] χρηστῆς φύσεως οἷον ἐ. Plu.2.528d
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξάνθημα
-
6 ἐξάνθημα
ἐξ-άνθημα, τό, das Aufgeblühte, bes. Hautausschlag, kleine Geschwüre -
7 εξάνθημα
déviation -
8 εξάνθημα
rashΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > εξάνθημα
-
9 déviation
εξάνθημα -
10 сыпь
-
11 exanthema
-
12 δι-εξ-άνθημα
δι-εξ-άνθημα, = ἐξάνϑημα, Aret.
-
13 βλάστημα
-
14 ἐξ-άνθισμα
ἐξ-άνθισμα, τό, = ἐξάνϑημα, Hippocr., l. d.
-
15 ἐξ-άνθημα
-
16 розеола
мед. η ροδάνθητο ρόδινο εξάνθημαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > розеола
-
17 сыпь
мед. το εξάνθημα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сыпь
-
18 туберкулид
мед. το φυματιώδες εξάνθημα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > туберкулид
-
19 экзантема
мед. το εξάνθημα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > экзантема
-
20 прыщ
прыщм τό σπυρί, τό σπιθούρι, τό ἐξάνθημα.
См. также в других словарях:
ἐξάνθημα — efflorescence neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξάνθημα — το (AM ἐξάνθημα) [εξανθώ] δερματική αλλοίωση, μικρό ερυθρηματώδες έλκος, πληγή αρχ. μσν. άνθος («ἀκάνθης λευκὸν ἐξάνθημα», Ευστ.) αρχ. μτφ. τα πάθη («χρηστῆς φύσεως οἷον ἐξανθήματα», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
εξάνθημα — το, ατος (ιατρ.), αλλοίωση του δέρματος, επιφάνεια ανυψωμένη και ερυθρόχρωμη η οποία μπορεί να καλύπτεται με κρούστες ή φουσκάλες που περιέχουν υγρό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐξανθημάτων — ἐξάνθημα efflorescence neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξανθήμασι — ἐξάνθημα efflorescence neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξανθήμασιν — ἐξάνθημα efflorescence neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξανθήματα — ἐξάνθημα efflorescence neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξανθήματι — ἐξάνθημα efflorescence neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξανθήματος — ἐξάνθημα efflorescence neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έρπης — Ιογενής πάθηση του δέρματος και των βλεννογόνων, που χαρακτηρίζεται από φυσαλιδώδες εξάνθημα. Διακρίνεται στον απλό έ. και στον έ. ζωστήρα. Ο απλός έ. είναι ιδιαίτερα συχνή νόσος, που προσβάλλει κατά προτίμηση τις περιοχές γύρω από το στόμα, τη… … Dictionary of Greek
οστρακιά — (Ιατρ.). Λοιμώδες μεταδοτικό νόσημα, της ομάδας των καλούμενων εξανθηματικών νοσημάτων, εξαιτίας των χαρακτηριστικών δερματικών εξανθημάτων που τα συνοδεύουν. Είναι νόσος ενδημική στις περισσότερες περιοχές με εύκρατο κλίμα, αλλά παρουσιάζει… … Dictionary of Greek