-
1 σκιρρόω
(→προκατασκιρρόω,,) -
2 ανεσκιρρούτο
-
3 ἀνεσκιρροῦτο
-
4 απεσκιρρωμένη
-
5 ἀπεσκιρρωμένη
-
6 αποσκιρρωθέντες
-
7 ἀποσκιρρωθέντες
-
8 αποσκιρρώμενος
-
9 ἀποσκιρρώμενος
-
10 εκσκιρρωθείση
-
11 ἐκσκιρρωθείσῃ
-
12 εναποσκιρρωθείσα
-
13 ἐναποσκιρρωθεῖσα
-
14 κατεσκιρρωμένη
κατά-σκιρρόωperf part mp fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
15 κατεσκιρρώσθαι
-
16 κατεσκιρρῶσθαι
-
17 κατεσκίρρωται
κατά-σκιρρόωperf ind mp 3rd sg -
18 συσκιρρούνται
-
19 συσκιρροῦνται
См. также в других словарях:
κατεσκιρρωμένη — κατά σκιρρόω perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεσκιρρῶσθαι — κατά σκιρρόω perf inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεσκίρρωται — κατά σκιρρόω perf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συσκιρροῦνται — σύν σκιρρόω pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεσκιρροῦτο — ἀνά σκιρρόω imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεσκιρρωμένη — ἀπό σκιρρόω perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσκιρρωθέντες — ἀπό σκιρρόω aor part pass masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσκιρρώμενος — ἀπό σκιρρόω pres part mp masc nom sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκσκιρρωθείσῃ — ἐκ σκιρρόω aor part pass fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναποσκιρρωθεῖσα — ἐν , ἀπό σκιρρόω aor part pass fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)