-
1 νύχι
τό1) ноготь; коготь; 2) копыто;§ νύχι καί κρέας — водой не разольёшь;
(περπατάω στα νύχια — ходить на цыпочках;
στα νύχια στέκω — стоять на задних лапках (перед кем-л.);
από μικρά μου νύχια — с молодых лет, с молодых ногтей;
απ' την κορφή ως τα νύχια — с головы до ног;
μην πέσεις στα νύχια μου! — не попадайся мне в руки!;
δεν έχει νύχιο να ξυστεί — он беден как церковная крыса
-
2 νύχι
[нихи] ουσ ο ноготь, коготь. -
3 νύχι, όνυξ
l'ungla -
4 νύχι
tırnak, toynak -
5 νύχι
1) ongle2) serre -
6 νύχι
1) ćwiek (m) rzecz.2) gwóźdź (m) rzecz.3) paznokieć (m) rzecz.4) pazur (m) rzecz.5) szpon (m) rzecz. -
7 νύχι
1) nehet2) pařát3) pazour -
8 νύχι
1) nail2) talonΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > νύχι
-
9 μουνο-νυχί
μουνο-νυχί, in einer Nacht, Qu. Sm. epigr. (Plan. 92).
-
10 αὐτο-νυχί
-
11 Είναι νύχι και κρέας
Γύρισε ( κύλησε) ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι– ( Είναι) κώλος και βρακί– Είναι νύχι και κρέας• Два сапога пара• Водой не разольешь• Один другого стоитИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Είναι νύχι και κρέας
-
12 όνυξ, νύχι
l'ungla -
13 αὐτο-νυχῖ
αὐτονυχῖ́: this very night, Il. 8.197.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > αὐτο-νυχῖ
-
14 αυτονυχι
-
15 αιγώνυχι
-
16 αἰγώνυχι
-
17 κρατερώνυχι
κρατερώ̱νυχι, κρατερῶνυξstrong-hoofed: masc /fem dat sg -
18 μώνυχι
μώ̱νυχι, μῶνυξwith a single: masc /fem dat sg -
19 Γύρισε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι
Γύρισε ( κύλησε) ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι– ( Είναι) κώλος και βρακί– Είναι νύχι και κρέας• Два сапога пара• Водой не разольешь• Один другого стоитИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Γύρισε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι
-
20 Είναι κώλος και βρακί
Γύρισε ( κύλησε) ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι– ( Είναι) κώλος και βρακί– Είναι νύχι και κρέας• Два сапога пара• Водой не разольешь• Один другого стоитИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Είναι κώλος και βρακί
- 1
- 2
См. также в других словарях:
νύχι — το 1. κεράτινη πλάκα ωοειδούς σχήματος που φύεται στη ραχιαία επιφάνεια τού άκρου τών δακτύλων τών ανθρώπων και μεγάλου αριθμού σπονδυλοζώων, όνυχας 2. η οπλή τών οπληφόρων ζώων 3. φρ. α) «(περ)πατάει στα νύχια» βαδίζει ακροποδητί β) «στέκω στα… … Dictionary of Greek
νύχι — το ιού 1. ο όνυχας: Κι απλώνεις πήχες τα φτερά και πιθαμές τα νύχια (Κρυστάλλης). 2. η οπλή των ζώων. 3. φρ., «Πατάει στά νύχια», πάει αθόρυβα· «Eίναι νύχι και κρέας», συνδέονται στενά· «από την κορφή ως τα νύχια», ολότελα, εντελώς· «Mην πέσεις… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
όνυχας — Ορυκτό που αποτελεί μια ποικιλία του χαλκηδόνιου και μοιάζει με αχάτη. Όπως αυτός, παρουσιάζει ταινίες διάφορων χρωμάτων, που διακρίνονται καθαρά η μία από την άλλη· οι ταινίες αυτές αντιστοιχούν στις διάφορες περιόδους σχηματισμού του ορυκτού… … Dictionary of Greek
οπλή — Κεράτινη θήκη που περιβάλλει το άκρο του δαχτύλου ή των δαχτύλων με τα οποία τα οπληφόρα ζώα στηρίζονται στο έδαφος. Τυπική ο. είναι εκείνη των Ιππιδών, στους οποίους καλύπτει την τελευταία φάλαγγα του τρίτου δαχτύλου: το χοντρό και ισχυρό… … Dictionary of Greek
παρωνυχία — (Ιατρ.). Οξεία φλεγμονή στο δάχτυλο, κοντά στο νύχι. Σχεδόν πάντα οφείλεται σε σταφυλόκοκκο ή στρεπτόκοκκο, που εισχωρεί στους ιστούς από ασήμαντες πληγές, νύγματα κ.ά. Η φλεγμονή μπορεί να είναι επιφανειακή, υποδόρια ή βαθιά. Επιφανειακή είναι η … Dictionary of Greek
νυχιά — η [νύχι] 1. αμυχή με το νύχι, Υρατσουνιά 2. ποσότητα που μπορεί να κόψει ή να πάρει κάποιος με το νύχι, ελάχιστη ποσότητα («μια νυχιά αλάτι») … Dictionary of Greek
νυχιάζω — 1. προξενώ αμυχή με το νύχι, Υρατσουνίζω 2. χαράζω σε σκληρή επιφάνεια σημάδι με το νύχι. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύχι ή νυχιά] … Dictionary of Greek
χηλή — η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. χαλά Α 1. η οπλή τών ιπποειδών 2. το δισχιδές νύχι τών μηρυκαστικών ζώων, όπως λ.χ. τού βοδιού, τού προβάτου κ.ά. 3. διχαλωτό εργαλείο ή εξάρτημα 4. ραγάδα, σκάσιμο στη φτέρνα ή σε άλλο σημείο τού σώματος 5. κυματοθραύστης,… … Dictionary of Greek
αετονύχι — και αϊτονύχι και αϊτόνυχο, το 1. νύχι αετού 2. είδος σταφυλιού με μακρουλές ρώγες που απολήγουν σε οξύ άκρο, όμοιο κατά κάποιο τρόπο με την αιχμή τού νυχιού τού αετού 3. ο καρπός τής αετονυχολιάς που απολήγει σε νυχοειδές άκρο. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
μονονυχί — μονονυχί, ιων. τ. μουνονυχί (Α) επίρρ. κατά τη διάρκεια μιας νύκτας, σε μια νύκτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + νυχί (< νύξ, νυκτός), πρβλ. αυτο νυχί] … Dictionary of Greek
μονώνυχος — η, ο και μώνυχος, η, ο (ΑΜ μονώνυχος, ον και μώνυχος, ον, Α και μώνυξ, υχος, ὁ, ἡ, τὸ, Μ και μονώνυξ, υχος, ὁ, ἡ) (για ζώα) αυτός που έχει ένα νύχι ή μια χηλή, μονόχηλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ωνυχος / ωνυξ (< ὄνυξ, ὄνυχος «νύχι»). Οι τ.… … Dictionary of Greek