-
1 διανυτω...
διανύτω...διανύω, διανύτω1) завершать, доводить до конца, проходить(μακρὰ κέλευθα HH.; δισσοὺς διαύλους Eur.; ὁδὸν πολλήν Xen.; τὸ θᾶττον ἐν ἴσῳ χρόνῳ Arst.; χώραν Polyb.)
πολὺν διὰ πόντον ἀνύσσας Hes. — проделав длинный морской путь;οὔπω διήνυσεν ἀγορεύων Hom. — он еще не закончил (своего) рассказа;ἃ οἱ πόδες διανύτουσι Xen. — работа ног, т.е. ходьба;ἥ σε μυρίοις πόνοις διδοῦσα δεῦρ΄ ἀεὴ διήνυσε Eur. — которая до сих пор не переставала причинять тебе множество хлопот2) приходить, доходить, добираться(εἰς τὰς ὑπερβολάς и πρὸς τέν πόλιν Polyb.)
-
2 διανυω
διανύω, διανύτω1) завершать, доводить до конца, проходить(μακρὰ κέλευθα HH.; δισσοὺς διαύλους Eur.; ὁδὸν πολλήν Xen.; τὸ θᾶττον ἐν ἴσῳ χρόνῳ Arst.; χώραν Polyb.)
πολὺν διὰ πόντον ἀνύσσας Hes. — проделав длинный морской путь;οὔπω διήνυσεν ἀγορεύων Hom. — он еще не закончил (своего) рассказа;ἃ οἱ πόδες διανύτουσι Xen. — работа ног, т.е. ходьба;ἥ σε μυρίοις πόνοις διδοῦσα δεῦρ΄ ἀεὴ διήνυσε Eur. — которая до сих пор не переставала причинять тебе множество хлопот2) приходить, доходить, добираться(εἰς τὰς ὑπερβολάς и πρὸς τέν πόλιν Polyb.)
См. также в других словарях:
Αιγός Ποταμοί — Μικρό ποτάμι (τουρκ. Καράκοβα τσάι) στη χερσόνησο της Καλλίπολης και, κατά την αρχαιότητα, ομώνυμη μικρή πόλη στις εκβολές του, απέναντι από τη Λάμψακο. Εκεί, τον Αύγουστο του 405 π.Χ. ο σπαρτιάτικος στόλος (περίπου 200 τριήρεις) με αρχηγό τον… … Dictionary of Greek