-
21 ἑδράσας
ἑδρά̱σᾱς, ἑδράζωcause to sit: fut part act fem acc pl (doric)ἑδρά̱σᾱς, ἑδράζωcause to sit: fut part act fem gen sg (doric)ἑδράσᾱς, ἑδράζωcause to sit: aor part act masc nom /voc sg (attic epic ionic) -
22 εδράων
-
23 ἑδράων
-
24 ἕδριον
-
25 έδραις
-
26 ἕδραις
-
27 έδραισι
-
28 ἕδραισι
-
29 έδραισιν
-
30 ἕδραισιν
-
31 έδρασα
-
32 ἔδρασα
-
33 έδρασαν
-
34 ἔδρασαν
-
35 έδρασας
-
36 ἔδρασας
-
37 έδρασε
ἔδρᾱσε, δράωdo: aor ind act 3rd sg (attic epic doric aeolic)——————ἑδράζωcause to sit: aor ind act 3rd sg (homeric ionic) -
38 έδρασεν
ἔδρᾱσεν, δράωdo: aor ind act 3rd sg (attic epic doric aeolic)——————ἑδράζωcause to sit: aor ind act 3rd sg (homeric ionic) -
39 έδρην
-
40 ἕδρην
См. также в других словарях:
ἕδρα — ἕδρᾱ , ἕδρα sitting place fem nom/voc/acc dual ἕδρᾱ , ἕδρα sitting place fem nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔδρα — ἔδρᾱ , δράω do imperf ind act 3rd sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έδρα — η (AM ἕδρα Α και ἕδρη) 1. τόπος διαμονής, οίκημα 2. ο τόπος όπου λειτουργούν μόνιμα οι ανώτερες αρχές ή υπάρχει το κεντρικό κατάστημα («έδρα κοινότητας») 3. ιατρ. το μέρος όπου τοποθετείται πάθος ή φυσιολογική ενέργεια («έδρα τών αντανακλαστικών… … Dictionary of Greek
έδρα — η 1. αυτό όπου κάθεται κανείς, κάθισμα, θρόνος, σκαμνί, καρέκλα, πολυθρόνα. 2. κάθισμα πάνω σε βάθρο με γραφείο μπροστά ή με αναλόγιο ή με τραπέζι σαν βήμα, η καθέδρα: Έδρα καθηγητή, δικαστή, προέδρου. 3. μτφ., θέση ή αξίωμα καθηγητή… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἕδρᾳ — ἕδραι , ἕδρα sitting place fem nom/voc pl ἕδρᾱͅ , ἕδρα sitting place fem dat sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αγία Έδρα — Η έδρα του αρχηγού της καθολικής Εκκλησίας. Παλαιότερα ήταν η Ρώμη και τώρα το Βατικανό (βλ. λ.) … Dictionary of Greek
ἕδρας — ἕδρᾱς , ἕδρα sitting place fem acc pl ἕδρᾱς , ἕδρα sitting place fem gen sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἕδραι — ἕδρα sitting place fem nom/voc pl ἕδρᾱͅ , ἕδρα sitting place fem dat sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐδραπέτευον — ἐδρᾱπέτευον , δραπετεύω run away imperf ind act 3rd pl ἐδρᾱπέτευον , δραπετεύω run away imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑδράσας — ἑδρά̱σᾱς , ἑδράζω cause to sit fut part act fem acc pl (doric) ἑδρά̱σᾱς , ἑδράζω cause to sit fut part act fem gen sg (doric) ἑδράσᾱς , ἑδράζω cause to sit aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑδράων — ἑδρά̱ων , ἕδρα sitting place fem gen pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)