-
1 сочувствовать
сочувствоватьнесов συμπαθώ, συμπονώ/ οίκτ(ε)ίρω (сострадать). -
2 разоблачить
-чу, -чишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разоблаченный, βρ: -чен, -чена, -чено ρ.σ.μ.1. (εκκλσ.) αφα,ιρώ, βγάζω τα άμφια από κάποιον. || ξεντύνω, γδύνω.2. μτφ. φανερώνω, αποκαλύπτω, ξεσκεπάζω.1. βγάζω τα άμφια μου. || ξεντύνομαι, γδύνομαι.2. φανερώνομαι, ξεσκεπάζομαι, αποκαλύπτομαι.
См. также в других словарях:
ἱρῷ — ἱερός filled with masc/neut dat sg (epic ionic) ἱρός filled with masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἴρῳ — Ἴ̱ρῳ , Ἶρος an Irus masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱρῶι — ἱρῷ , ἱερός filled with masc/neut dat sg (epic ionic) ἱρῷ , ἱρός filled with masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)