-
1 γαργαλισμός
γαργαλισμός, ὁ, das Kitzeln, Jucken, τοιοῦτος ἐν τῷ σώματι διέδραμε γαργ. Hegesipp. com. Ath. VII, 290 (v. 16); Plat. Phaedr. 253 e; im Conv. 189 a wird das Niesen dazu gerechnet; auch Sp., wie Plut.; Ath. XII, 546 e.
-
2 γαργαλισμός
γαργᾰλ-ισμός, ὁ,A tickling (γέλως διὰ κινήσεως τοῦ μορίου τοῦ περὶ τὴν μασχάλην Arist.PA 673a8
), Hp. Alim.26, Pl.Smp. 189a (pl.), Phdr. 253e, Epicur.Fr. 412 (pl.);ἐν τῷ σώματι διέδραμε γ. Hegesipp.1.16
;ἡδονὴ γαργαλισμοῦ ἐφίεται Ph.1.118
, cf. 212 (pl.), Plu.2.765c: [full] γάργαλος, ὁ (more [dialect] Att. acc. to Moer., cf. Ar. Th. 133), and [full] γαργάλη, ἡ, are cited by Erot. s.v. γαργαλισμός, fr. Ar.Fr. 175 and Diph.25.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γαργαλισμός
-
3 δια-τρέχω
δια-τρέχω (s. τρέχω), 1) durchlaufen; von Schiffen, αἱ δὲ μάλ' ὦκα ἰχϑυόεντα κέλευϑα διέδραμον Odyss. 3, 177; Hermes fragt Odyss. 5, 100 τίς δ' ἂν ἑκὼν τοσσόνδε διαδράμοι ἁλμυρὸν ὕδωρ ἄσπετον; – τὸ στρατόπεδον διαδραμών Thuc. 2, 25; übertr., τὸν λόγον Plat. Phaedr. 237 a; ἅπαντα τὸν βίον Legg. VII, 802 a; τὰ ἡδέα, alle Genüsse durchlaufen, Xen. Mem. 2, 1, 31; πληγὴ διαδραμοῦσα μέχρι, ein Hieb, der durchdringt, Plut. Pyrrh. 24. – 2) hin u. her laufen; ἀτρεμίζων καὶ μὴ δ. Antiph. III β 5; ἀστέρες Ar. Pax 838; ἔνδοϑέν τις ἐν τῷ σώματι διέδραμε γαργαλισμός Hegesipp. Ath. VII, 290 (v. 16); ἡ φήμη διέδραμε, verbreitete sich, Hdn. 3, 2, 13. u. öfter; wie νεωτερισμός Plut. Alex. 68; ϑροῠς διέδραμε τῆς ἐκκλησίας Pyrrh. 13. – Aor. διέϑρεξα Call. Lav. Pall. 23.
-
4 διατρέχω
A- έδρᾰμον Od.3.177
, etc., also- έθρεξα Call.Lav. Pall.23
, AP5.225 (Paul. Sil.):— run across or over, ἰχθυόεντα κέλευθα διέδραμον Od.l.c.;τίς δ' ἂν ἑκὼν τοσσόνδε διαδράμοι ἁλμυρὸν ὕδωρ; 5.100
; ; pass through,διὰ τῆς πόλεως Sammelb.3924.26
(i A.D.).2 metaph., run through, ;τὰ ἡδέα X.Mem.2.1.31
; δ. τὸν λόγον get to the end of it, Pl.Phdr. 237a.II abs., run about, , cf. Men.Epit. 245; ;νεφέλαι διέδραμον Theoc.22.20
: metaph., run through, spread,ἐν τῷ σώματι διέδραμε γαργαλισμός Hegesipp.Com.1.16
;δ. σάλος ἁπάντων καὶ νεωτερισμός Plu.Alex.68
;θροῦς δ. τῆς ἐκκλησίας Id.Pyrrh.13
.2 of Time, pass away, Hdn.2.6.3.3 δ. εἰς.. come quite to.., Hp.Int. 39; δ. μέχρι penetrate to.., Plu.Pyrrh. 24;πρὸς τὴν οἰκονομίαν PGiss. 79ii4
(ii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διατρέχω
См. также в других словарях:
διατρέχω — (AM διατρέχω) 1. περνώ από κάπου, διασχίζω κάποιον χώρο («διέτρεξε την πεδιάδα», «διαδραμὼν δὲ τὸ τῶν Ἀθηναίων στρατόπεδον») 2. (για χρόνο) περνώ, διάγω («διατρέχει το εικοστό έτος τής ηλικίας του») 3. κινούμαι, μετακινούμαι βιαστικά εδώ κι εκεί… … Dictionary of Greek