-
1 yortu
εορτή, γιορτή, σχόλη -
2 торжество
торжеств||ос1. (праздник) ἡ ἐορτή, ὁ ἐορτασμός, ἡ πανήγυρις:Октябрьские \торжествоа ἡ ἐορτή τής 'Οκτωβριανής ἐπανάστασης·2. (победа) ὁ θρίαμβος:\торжество правосудия θρίαμβος τής δικαιοσύνης. -
3 фестиваль
η εορτή/γιορτήτο φεστιβάλ (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > фестиваль
-
4 вакханалия
вакх||аналияж1. τά Βακχεία, ἡ ἐορτή του Βάκχου;2. перен τά ὀργια, τό μεθο-κόπημα, ἡ κραιπάλη. -
5 всенародный
всенародныйприл παλλαϊκός, πάνδημος, πανεθνικός:\всенародный праздник ἡ παλλαϊκή ἐορτή· \всенародный опрос τό δημοψήφισμα· \всенародныйое обсуждение ἡ παλλαϊκή συζήτηση. -
6 для
дляпредлог с род. п. γιά, διά / χάριν (тк. ради):книга для детей βιβλίο γιά τά παιδιά· (приготовить) для праздника (ετοιμάζω) γιά (διά) τήν ἐορτή· говорю для твоей же пользы τό λέγω για καλό σου· все для победы ὅλα "ἴίιή νίκη· пригодный для хранения -Αληλος γιά φύλαξη· опытен для сми́х лет πεπειραμένος γιά τήν ἡλικία Μ'для того, чтобы γιά νά, ίνα, διάνά· Φ че для чего разг δέν ὑπάρχει λόγος и, -
7 имеийны
имеий||нымн. ἡ ὁνομαστική γιορτή, ἡ ὁνομαστική ἐορτή. -
8 первомайский
первомайскийприл πρωτομαγιάτικος:\первомайский праздник ἡ ἐορτή τής Πρωτομαγιάς. -
9 празднество
празднествос ἡ γιορτή, ἡ ἐορτή, ἡ τελετή. -
10 праздник
праздни||км ἡ γιορτή, ἡ ἐορτή, ἡ φέστα:первомайские \праздникки ἡ γιορτή τής πρωτομαγιᾶς· по \праздниккам τίς γιορτές, κατά τάς ἐορτάς· ◊ и на нашей улице бу́дет \праздник погов. θά φέξει καί γιά μᾶς. -
11 разгар
разгарм τό ἀποκορύφωμα:в \разгаре спора ὅταν είχε ἀνάψει γιά καλά ὁ καυγδς· в \разгаре лета στή βράση τοῦ καλοκαιριού· праздник был в полном \разгаре ἡ ἐορτή ἡταν στό ἀποκορύφωμα της. -
12 Ascension Day
noun ((also Holy Thursday) the day commemorating Christ's Ascension, ten days before Whitsunday.) (εορτή) της Αναλήψεως -
13 commencement
1) (beginning.) έναρξη2) (a ceremony at which students receive their diplomas or degrees.) εορτή αποφοίτησης -
14 торжество
[ταρζυστβό] ουσ. ο. εορτή -
15 торжество
[ταρζυστβό] ουσ ο εορτή -
16 праздник
-а α.γιορτή, εορτή•религиозный праздник θρησκευτική γιορτή•
переходящие и непереходящие -и κινητές και ακίνητες γιορτές•
национальный праздник εθνική γιορτή•
всенародный праздник παλλαϊκή γιορτή.
|| μέρα γιορτής ή σκόλης, εξαιρετέα. || χαρά, αγαλλίαση.εκφρ.будет и на нашей улице праздник – θά ρθει και για μας μια μέρα ή θα φέξει και για μας. -
17 Amusement
subs.Laughter: P. and V. γέλως, ὁ.Pleasure: P. and V. ἡδονή, ἡ.Pastime: P. and V. παιδιά, ἡ, διατριβή, ἡ.Way of spending time: P. and V. διατριβή, ἡ.Holidaymaking: P. and V. ἑορτή, ἡ.Fond of amusement, adj.: P. φιλοθεάμων (Plat.).Fond of laughter: P. φιλόγελως (Plat.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Amusement
-
18 Anniversary
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Anniversary
-
19 Carnival
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Carnival
-
20 Celebration
subs.Hold a celebration: P. and V. ἑορτάζειν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Celebration
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἑορτή — feast fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εορτή — και γιορτή, η (AM ἑορτή) 1. πανηγυρισμός που γίνεται με την ευκαιρία δημόσιου ή ιδιωτικού γεγονότος 2. η ημέρα κατά την οποία η εκκλησία γιορτάζει τη μνήμη τών αγίων ή σημαντικών θρησκευτικών γεγονότων 3. γιορταστική συγκέντρωση, πανηγύρι 4. φρ.… … Dictionary of Greek
ἑορτῇ — ἑορτάζω keep festival fut ind mid 2nd sg (doric) ἑορτάζω keep festival fut ind act 3rd sg (doric) ἑορτή feast fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εορτή — η βλ. γιορτή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αιγινητών, εορτή — Γιορτή που γινόταν κάθε χρόνο (επί 16 μέρες) στην Αίγινα, προς τιμήν του Ποσειδώνα. Όσοι μετείχαν σε αυτή έτρωγαν μαζί σιωπηλά, κατά οικογένειες, χωρίς ξένους ή δούλους (μονοφάγοι, κατά τον Πλούταρχο). Αυτό γινόταν επειδή οι συγγενείς των λίγων Α … Dictionary of Greek
Σώματος Κυρίου εορτή — (Festum corporis Domini). Μεγάλη γιορτή της Δυτ. Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Την καθιέρωσε ο πάπας Ουρβανός ο Δ’, γεγονός που το επικύρωσε οριστικά ο πάπας Κλήμης ο E’ (1264). Ο πάπας Ιωάννης ο KB’ σύνδεσε τον εορτασμό αυτό με ακολουθία που έγραψε … Dictionary of Greek
ἑορτῆι — ἑορτῇ , ἑορτάζω keep festival fut ind mid 2nd sg (doric) ἑορτῇ , ἑορτάζω keep festival fut ind act 3rd sg (doric) ἑορτῇ , ἑορτή feast fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑορταῖς — ἑορτή feast fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑορταί — ἑορτή feast fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑορτήν — ἑορτή feast fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρταί — ἑορτή feast fem nom/voc pl (ionic) ὁρτή feast fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)