-
1 philosophie
φιλοσοφία -
2 filozofie
φιλοσοφία -
3 philosophy
φιλοσοφία -
4 filozofia
φιλοσοφία -
5 философия
-и θ.φιλοσοφία•античная философия η αρχαία φιλοσοφία•
материалистическая философия υλιστική φιλοσοφία•
идеалистическая философия ιδεαλιστική φιλοσοφία.
|| θεωρητικές αρχές•философия математики η φιλοσοφία των μαθηματικών.
|| αφηρεμένη έννοια. || παλ. η μεσαία από τις τρεις τάξεις θεολογικής σχολής (ρητορική, φιλοσοφική, θεολογική). -
6 философия
-
7 philosophy
[fi'losəfi]plural - philosophies; noun1) (the search for knowledge and truth, especially about the nature of man and his behaviour and beliefs: moral philosophy.) φιλοσοφία2) (a particular system of philosophical theories: I have a very simple philosophy (=attitude to life) - enjoy life!) φιλοσοφία•- philosophical
- philosophic
- philosophically
- philosophize
- philosophise -
8 Metaphysics
subs.P, ἡ θεολογική (Arist.), ἡ πρώτη φιλοσοφία (Arist.).Philosophy: P. φιλοσοφία, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Metaphysics
-
9 перипатетизм
(учение перипатетиков, последователей Аристотеля) о περιπα-τητισμός, η διδασκαλία/φιλοσοφία της περιπατητικής σχολής του Αριστοτέλη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > перипатетизм
-
10 стоицизм
филос. о στωικισμός, η στωική φιλοσοφία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > стоицизм
-
11 философ
ο φιλόσοφος, -ия η φιλοσοφίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > философ
-
12 собственно
собственно1. вводн. сл. (с сущи́ости) στήν οὐσία, κατ' οὐσίαν:этим, \собственно, и объясняется... ἔτσι ἐξηγείται...· \собственно говоря γιά νά ποῦμε τήν ἀλήθεια·2. частица (в буквальном смысле) καθαυτό, κυρίως είπεϊν; здесь начинается \собственно философия ἐδῶ ἀρχίζει ἡ καθαυτό φιλοσοφία -
13 философия
филос||офияж ἡ φιλοσοφία. -
14 философия
[φιλασόφιγια] ουσ. θ. φιλοσοφία -
15 философия
[φιλασόφιγια] ουσ θ φιλοσοφία -
16 введение
-я ουδ.1. εισαγωγή, μπάσιμο, εμβολή•введение судна в гавань το μπάσιμο του σκάφους στο λιμάνι.
2. πρόλογος, εισαγωγή σε έργο•введение в философию εισαγωγή στη φιλοσοφία.
3. εκκλσ. τα εισόδια της Θεοτόκου. -
17 вдаться
вдамся, вдашься, вдастся, вдадимся, вдадитесь, вдадутся, παρλθ. χρ. вдался, -лась, -лось, προστκ. вдайся, ρ.σ.1. εισχωρώ, εισέρχομαι, εισδύω, μπαίνω μέσα•море далеко -лось в берег η θάλασσα βαθιά εισχώρησε στην ξηρά.
2. επιδίδομαι, αφοσιώνομαι, ρίχνομαι με τα μούτρα•он -лся в философию αυτός επεδόθηκε στη φιλοσοφία.
εκφρ.вдаться в крайности – μεταπηδώ από τη μια πλευρά στην άλλη, από τη μια άποψη στην άκρως αντίθετη•вдаться в обман – ξεγελιέμαι, απατώμαι•вдаться в подробности – ξανοίγομαι σε λεπτομέρειες -
18 дорасти
-расту, -стшь, παρλθ. χρ. дорос, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. доросший ρ.δ.1. μεγαλώνω, αναπτύσσομαι ως•дерево -лс до крыши дома το δέντρο έφτασε ως τη στέγη του σπιτιού.
2. φτάνω στην ηλικία•он ещё не -рос, чтобы ходить в кино αυτός είναι ακόμα μικρός για να πηγαίνει στον κινηματογράφο•
они не -сли до философии (μτφ.) αυτοί είναι μικροί ακόμα για φιλοσοφία.
εκφρ.нос не -рос – (αστ.) είναι (είσαι κλπ.) μικρός ακόμα. -
19 дуалистический
επ.δυϊστικός•-ая философия δυιστική φιλοσοφία•
-ое мировозрние δυιστική κοσμοθεωρία.
-
20 зафилософствовать
-ствую, -ствуешьρ.σ. αρχίζω να φιλοσοφώ.με τραβά η φιλοσοφία• φιλοσοφώ μέχρι ανοησίας.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
φιλοσοφία — φιλοσοφίᾱ , φιλοσοφία love of knowledge fem nom/voc/acc dual φιλοσοφίᾱ , φιλοσοφία love of knowledge fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοσοφία — Ο όρος, που σημαίνει αγάπη της σοφίας, αναφέρεται για πρώτη φορά στον Πυθαγόρα. Πολλοί αρχαίοι συγγραφείς, και μεταξύ αυτών ο Κικέρων και ο Διογένης Λαέρτιος, αφηγούνται ότι ο Πυθαγόρας, διατρέχοντας την Ελλάδα, έφτασε στον Φλιούντα, όπου ο Λέων … Dictionary of Greek
φιλοσοφία — η 1. η αγάπη ή η επιδίωξη της σοφίας (βλ. λ.), η επιθυμία για γνώση, η φιλομάθεια. 2. η αναζήτηση της αλήθειας, η έρευνα της φύσης των πραγμάτων, η επιστήμη που εξετάζει τις πρώτες αρχές και αιτίες των όντων: Η φιλοσοφία είναι η μητέρα των… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιλοσοφίᾳ — φιλοσοφίαι , φιλοσοφία love of knowledge fem nom/voc pl φιλοσοφίᾱͅ , φιλοσοφία love of knowledge fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
ινδική φιλοσοφία — Η φιλοσοφία που αναπτύχθηκε στην Ινδία. Κεντρικό πρόβλημα της ι.φ. είναι η απελευθέρωση του ανθρώπου από τον κύκλο της ζωής και των αναγεννήσεων –σαμσάρα– που συνδέεται με το κάρμα, δηλαδή τον καρπό των πράξεων που συντελέστηκαν σε προηγούμενες… … Dictionary of Greek
Πρώτη φιλοσοφία — (prole philosophia) (греч.) первая философия. Так Аристотель назвал метафизику; Вольф онтологию. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов.… … Философская энциклопедия
αξιών, φιλοσοφία των- — Γερμανικό φιλοσοφικό ρεύμα που γνώρισε ανάπτυξη στο τέλος του 19ου αι. και στις πρώτες δεκαετίες του 20ού και στο οποίο δεσπόζουν δύο φυσιογνωμίες: ο Βίλχελμ Βίντελμπαντ και ο Χάινριχ Ρίκερτ. Οι δύο αυτοί φιλόσοφοι, ξεκινώντας από τις αρχές της… … Dictionary of Greek
φιλοσοφίας — φιλοσοφίᾱς , φιλοσοφία love of knowledge fem acc pl φιλοσοφίᾱς , φιλοσοφία love of knowledge fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοσοφίαι — φιλοσοφία love of knowledge fem nom/voc pl φιλοσοφίᾱͅ , φιλοσοφία love of knowledge fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοσοφίαν — φιλοσοφίᾱν , φιλοσοφία love of knowledge fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)