-
1 καθιδρυω
дор. v. l. κᾰθιδρύνω1) сажать, усаживать(τινὰ παρὰ οὐδόν Hom.)
καθυδρυθέντες ἐς Ἀργώ Theocr. — севшие на (корабль) Арго2) селить, поселять, помещать(μακάρων ἐς αἶαν Eur.; ἐν τοῖς τιμιωτέροις τὸ τιμιώτερον καθίδρυκεν ἥ φύσις Arst.; κάμηλον ἐνταῦθα Plut.)
καθιδρυμένος ἐν πόλει Plat. — поселившийся в городе3) med. ставить, устанавливать, воздвигать(βρέτας Eur.; βωμόν Anth.)
См. также в других словарях:
καθιδρύω — (AM καθιδρύω) θεμελιώνω, χτίζω, ανεγείρω, ιδρύω («ὑπ αὐτὴν τὴν ἀκρόπολιν γυμνάσιον καθίδρυσε», ΠΔ) νεοελλ. καθιερώνω, θεσπίζω μσν. αρχ. παθ. καθιδρύομαι κατοικώ, εγκαθίσταμαι κάπου αρχ. 1. βάζω κάποιον να καθίσει, καθίζω κάποιον («Τηλέμαχος δ… … Dictionary of Greek