-
1 κλεῖθρον
κλεῖθρ-ον, [dialect] Ion. [full] κλήϊθρον, [dialect] Att. [full] κλῇθρον, [dialect] Dor. [full] κλᾷθρον (v.infr.), τό, κλείω A)A bar for closing a door, in pl.,κλῄθρων λυθέντων A.Th. 396
;διοίγειν κλῇθρα S.OT 1287
, cf. 1294; κλῇθρα πύλης, δόμων, Id.Ant. 1186, E.HF 1029 (lyr.);κλῇθρα χαλάσθω Ar.V. 1484
;κλῄθροισι τὰ προπύλαια πακτοῦν Id.Lys. 264
;διακόπτοντες ταῖς ἀξίναις τὰ κλεῖθρα X.An.7.1.17
;σιδηρᾶ κ. Pl.Ax. 371b
; sg.,ἀμφιδέαι.. ἀπὸ κλείθρου IG22.1627.319
.2 boom of a harbour,τοῦ λιμένος τὸ κ. Aen.Tact.11.3
: usu. in pl.,τὰ στόματα τῶν λιμένων φράττειν τοῖς κ. Ph.Bel.94.42
, cf. D.S.18.64;τὰ κ. τοῦ Πειραιέως Ath.12.535d
.3 ἐπὶ θάμνοις καὶ κλείθροις fences, railings, Gal.12.296.2 metaph., οἱ τὰ κ. ἔχοντες (sc. τῆς Πελοποννήσου), of the Corinthians, Str.8.6.20, cf. 9.4.15.4 as place-name, ἐν τοῖς Κλᾴθροις in the Narrows, Mnemos.42.332 ([place name] Argos).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλεῖθρον
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский