-
1 παραταξις
- εως ἥ1) выстраивание в боевой порядок Polyb.2) боевой порядокἐκ παρατάξεως Thuc., Dem. — в боевом порядке;
δέξασθαι παράταξιν Plut. — позволить развернуться в боевой порядок3) битва, бой(ἥ πρὸς Γίγαντας π. Isocr.)
ἐν ταῖς προγεγενημέναις παρατάξεσι Polyb. — в предыдущих боях4) вражда, спор(π. καὴ φιλονεικία Plut.)
5) юр., полит. подготовительные мероприятия ( против другой стороны), принятие мер(παρασκευέ καὴ π. Aeschin.)
6) грам. паратакс(ис), сочинение (лат. coordinatio)
См. также в других словарях:
παράταξη — η / παράταξις, άξεως, ΝΜΑ [παρατάσσω] η πράξη και το αποτέλεσμα τού παρατάσσω ή παρατάσσομαι, η τοποθέτηση τού ενός κοντά στον άλλο προκειμένου για περισσότερα από ένα άτομα, η τοποθέτηση στη σειρά, το αράδιασμα πραγμάτων νεοελλ. 1. η τάξη, η… … Dictionary of Greek