-
1 σκότος
σκότος, ὁ, Finsterniß, Dunkelheit, Dunkel; Od. 19, 389; häufiger ist das Wort in der Il., hier aber immer das Todesdunkel, z. B. τὸν δὲ σκότος ὄσσε κάλυψεν, Il. 4, 461 u. öfter, στυγερὸς δ' ἄρα μιν σκότος εἷλεν, 5, 47 u. öfter; wie vom Dunkel der Unterwelt Soph. Ai. 388, τὸν ἀεὶ κατὰ γᾶς σκότον εἱμένος O. C. 1698; ἐπεὶ γῆς σκότῳ κέκρυπται, Eur. Hel. 62. – Ueberh. Dunkelheit, Verborgenheit; ἐν σκότῳ καϑήμενος, Pind. Ol. 1, 83; γνώμαν σκότῳ κυλίνδει, N. 4, 40; αἱ μεγάλαι ἀλκαὶ σκότον πολὺν ὕμνων ἔχοντι δεόμεναι, die verborgen, unbekannt bleiben, 7, 13; οὐδ' ἐν σκότοισι νηδύος τεϑραμμένη, Aesch. Eum. 635; σκότῳ φάος ἰσόμοιρον, Ch. 317, u. oft; δόλον σκότῳ κρύψας, Soph. El. 1388; vom Dunkel der Blindheit, O. R. 1313, vgl. βλέποντα νῠν μὲν ὄρϑ', ἔπειτα δὲ σκότον, 419. 1273; Eur. oft, auch περικαλύψαι τοῖσι πράγμασι σκότον, Ion 1522; u. in Prosa: Ggstz τὸ φῶς, Plat. Crat. 418 c; auch übrtr., πᾶσαν ἀπορίαν καὶ σκότον ἀπεργάζεται, Legg. VIII, 837 a; οἱ ἐν σκότῳ ὄντες, die im Verborgenen leben, Xen. Cyr. 2, 1, 25; ὑπὸ σκότου τὸν φϑόνον κατέχειν, den Neid verhehlen, 4, 6, 4. – Auch neutr. τὸ σκότος, im dat. σκότει, ταύταν σκότει κρύπτειν ἔοικεν, Pind. frg. 171, vgl. ib. 106, was nach Moeris mehr attisch sein soll; so Eur. ἐκ τοῠ σκότους, Hec. 831; σκότος ἀμπίσχον, Hipp. 192; πέπλοισι κρατὶ περιβάλω σκό- τος, Herc. F. 1159; u. in Prosa: ὥςπερ ἐν σκότει, Plat. Phaed. 99 b; ἐν σκότει = bei Nacht, Xen. Cyr. 1, 6, 40; ἐπίκουρον σκότους, Mem. 4, 3, 7. Vgl. Piers. Moeris 355 Schäfer Greg. Cor. 22. 615.
-
2 κάθ-ημαι
κάθ-ημαι (s. ἧμαι), ion. κάτημαι; inf, καϑῆσϑαι; conj. κάϑωμαι, Eur. I. A. 1177, καϑώμεϑα Hel. 1084, wie Dem. 4, 44, aber καϑῆται Ar. Equitt. 751; opt. καϑοίμην, Ar. Lys. 149 (v. l. καϑήμεϑα), καϑοῖτο Ran. 919; Xen. Cyr. 5, 1, 7; Plat. Theag. 130 e; κάϑῃ, = κάϑησαι, Hyperid. bei B. A. 100, 32, vgl. Lob. zu Phryn. 360; imperf. ἐκαϑήμην, auch καϑῆστο, Eur. Bacch. 1102 u. Plat., καϑῆντο Ar. Eccl. 302, καϑῆσϑε Dem. 25, 22, v. l. ἐκάϑησϑε, s. Poll. 3, 89; – sitzen, dasitzen, sich niederlassen; αὐτός τε κάϑησο καὶ ἄλλους ἵδρυε λαούς Il. 2, 191; ἀκέουσα καϑῆστο, schweigend saß sie da, 1, 569; ἕκηλοι σφοῖσιν ἐνὶ μεγάροισι καϑείατο 11, 76; πέτρῃ ἔπι προβλῆτι 16, 407; ἐπ' ἀκτῆς Od. 5, 82; ἐν λεχέεσσι 10, 497; behaglich sitzen, thronen, 16, 264; übh. sich wo aufhalten, bes. ruhig verweilen, βουσὶν ἐπ' ἀλλοτρίῃσι, bei fremden Ochsen, 20, 221; ἐν σκότῳ καϑήμενος Pind. Ol. 1, 83; οὔτοι κάϑησϑε δωμάτων ἐφέστιοι ἐμῶν Aesch. Suppl. 360; προςπεσόντα βωμῷ καϑῆσϑαι τῷ Ποσειδῶνος Soph. O. C. 1160; καϑήμεϑ' ἄκρων ἐκ πάγων Ant. 407, wo ἐκ aus dem Zusammenhange klar ist, von dort aus spähend; ἕδραν Eur. Heracl. 55; ϑρόνῳ El. 315 ( ἐν ϑρόνῳ Plat. Prot. 315 c, ἐπὶ δίφρου Rep. I, 328 c); ἀσπίδων ἔπι Phoen. 1476; πρὸς τὸ πῦρ Ar. Vesp. 773; ἐπὶ τῇ τραπέζῃ Dem. 49, 42; κατήμενος ἐν τῇ τάξι Her. 9, 72) bes. ruhig dasitzen, sich ruhig, müßig verhalten, ἔχων δύναμιν τοσαύτην κάτησαι 3, 134; ἐν πένϑεϊ μεγάλῳ 1, 45; ἐβούλετο προϊέναι καὶ μὴ καϑῆσϑαι Thuc. 4, 124, wie Dem. vrbdt μέλλοντας ἡμᾶς καὶ καϑημένους, 4, 9; οὐδὲν ποιοῦντες ἐνϑάδε καϑήμεϑα, μέλλοντες ἀεί 11, 17; sich lagern, καϑημένου αὐτοῦ περὶ τούτους τοὺς χώρους Thuc. 2, 101, wie 2, 20, von einer Belagerung. – Es ist auch das eigtl. Wort von den zu Gericht sitzenden Richtern, Ar. Nubb. 208; οὐ γὰρ ἐπὶ τούτῳ κάϑηται ὁ δικαστής Plat. Apol. 35 c, öfter; Aesch. 1, 162; οἱ καϑήμενοι = σύνεδροι Thuc. 5, 85; die Zuschauer, Hegesipp. Ath. VII, 290 b. – Aufgestellt sein, stehen, οἱ Σειληνοὶ οἱ ἐν τοῖς ἑρμογλυφείοις καϑήμενοι Plat. Conv. 215 a; ἀ νδριάντα ἐν τῇ ἀγορᾷ καϑήμενον Arist. Pol. 5, 12; – gelegen sein, Ηλις ἡ Διὸς γείτων κάϑηται Eur. bei Strab. VIII, 563. – Von Gegenden, niedrig liegen, Ael. V. H. 3, 1, χωρία H. A. 16, 12, v. l. καϑειμένα.
См. также в других словарях:
έψω — ἕψω (Α) 1. παρασκευάζω κάτι διά βρασμού, βράζω, μαγειρεύω, ψήνω 2. (για μέταλλα) τήκω, χωνεύω, αποκαθαίρω με τη χώνευση 3. παθ. ἕψομαι (για υγρά) ζέω, βράζω, υφίσταμαι βρασμό 4. χωνεύω, πέπτω 5. μτφ. παρασκευάζω («τὰ κέ τις ἀνώνυμον γῆρας ἐν… … Dictionary of Greek
μάτην — (ΑM μάτην, Α δωρ. τ. μάταν) επίρρ. 1. μάταια, άσκοπα, ανώφελα, χωρίς αποτέλεσμα (α. «ἐν σκότῳ καθήμενος ἕψοι μάταν», Πίνδ. β. «τὰ μηδὲν ὠφελοῡντα μὴ πόνει μάτην», Αισχύλ.) 2. φρ. «εις μάτην» ή «επί μάτην» μάταια, άδικα, ανώφελα, τού κάκου αρχ. 1 … Dictionary of Greek