-
1 πρόδομος
πρόδομ-ος, ὁ [(A)],A chamber entered immediately from the fore-court,ἐνὶ προδόμῳ πρόσθεν θαλάμοιο θυράων Il.9.473
;ἐν προδόμῳ δόμου 24.673
, Od.4.302: later, in temples, opp. ὀπισθόδομος, SIG 247 I227 (Delph., iv B.C.):— also [full] πρόδομον, τό, Inscr.Délos370.14(iii B.C.), CIG 2754 ([place name] Aphrodisias).------------------------------------πρόδομος, ον [(B)],A before the house,ἀοιδαί B.6.14
;πυρή AP6.285
(Nicarch.): c. gen., Ἑκάτη τῶν βασιλείων πρόδομος μελάθρων ( πρόδρομος codd.) A.Fr. 388(anap.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόδομος
См. также в других словарях:
πρόδομος — Χώρος στα σπίτια των αρχαίων, η πρώτη αίθουσα στην οποία έμπαινε ο επισκέπτης που ερχόταν από την αυλή. Oνομάζεται και προθάλαμος. Π. είχαν συνήθως τα σπίτια των Αθηναίων και Ρωμαίων που ήταν εύποροι. Ο π. αντιστοιχεί προς τον σύγχρονο διάδρομο,… … Dictionary of Greek