-
1 περιοδος
эол. πέροδος ἥ1) обходное движение, охватывающий маневрἡ τῶν Περσέων π. Her. — движение персов в обход (спартанскому отряду)
2) окружный путьπ. τε καὴ ἀνάβασις Her. — окружный и поднимающийся вверх путь;
πλανητῶν περίοδοι Xen. — орбиты планет3) (внешняя) окружность, периферия(τοῦ τείχεος Her.)
τριήκοντα σταδίων τέν περίοδον Her. — тридцать стадиев в окружности4) очертания, контурγῆς π. Her., Arph. — очертания земли, т.е. географическая карта (ср. 5)
5) описаниеἡ τῆς γῆς π. Arst. — землеописание (ср. 4)
6) круговращение(ἄστρων Plat.)
π. λόγων Plat. — застольная беседа7) цикл, период(ἐτέων Pind.; π. χιλιετής Plat.)
ἐκ περιόδου Polyb. и ἐν περιόδῳ Plut. — периодически, чередуясь, попеременно8) регулярный образ жизни9) периодический обход, регулярное посещение(αἱ ἰατρικαὴ περίοδοι Luc.)
10) чередованиеὁ ἐκ περιόδου πυρετός Luc. — перемежающаяся лихорадка
11) перемена, блюдо(π. πρώτη Xen.)
12) рит. период Arst.
См. также в других словарях:
περιόδῳ — περίοδος one who goes the rounds fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιόδωι — περιόδῳ , περίοδος one who goes the rounds fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίοδος — Τμήμα του λόγου που αποτελείται από μία ή περισσότερες προτάσεις. Στον γραπτό λόγο, μια π. χωρίζεται συνήθως από τις άλλες με τελεία, θαυμαστικό ή ερωτηματικό. Η διάκριση των π. σε δύο τύπους, την απλή π. (με μία μόνο πρόταση) και τη σύνθετη (με… … Dictionary of Greek
χιλιετής — ές, ΝΜΑ αυτός που διαρκεί χίλια έτη (α. «χιλιετής περίοδος» β. «χιλιετῆ τιμωρίαν», Ιάμβλ. γ. «περιόδῳ χιλιετεῑ», Πλάτ.) αρχ. αυτός που έχει ηλικία χιλίων ετών («περὶ δὲ τῶν χιλιετῶν Ὑπερβορέων τὰ αὐτὰ λέγει», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο) * +… … Dictionary of Greek