-
1 παραβύστω
παράβυστοςstuffed: masc /fem /neut nom /voc /acc dualπαράβυστοςstuffed: masc /fem /neut gen sg (doric aeolic)——————παράβυστοςstuffed: masc /fem /neut dat sg -
2 παραβύστῳ
Βλ. λ. παραβύστω -
3 παραβύστωι
παραβύστῳ, παράβυστοςstuffed: masc /fem /neut dat sg -
4 παράβυστος
παρά-βυστος, ον,A stuffed or forced in, of a self-invited guest, Tim.Com.1, cf. Ath.6.257a;ἐκ παραβύστου καθῆσθαι Plu.2.617f
; π. κλίνη a small or supplementary couch, Poll.3.43, Harp., Hsch., Suid.II pushed aside or into a corner: τὸ π. (sc. δικαστήριον), an Athenian law-court lying in an obscure part of the town (where οἱ ἕνδεκα held their sittings, Harp.), Timocl.26, Paus.1.28.8, dub. in Lys.Fr. 322 S.2 metaph., ἐν παραβύστῳ in a hole and corner, D.24.47, Arist.Top. 157a4, Luc.Nec.17, Zos.Alch. p.242 B.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παράβυστος
См. также в других словарях:
παραβύστω — παράβυστος stuffed masc/fem/neut nom/voc/acc dual παράβυστος stuffed masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραβύστῳ — παράβυστος stuffed masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραβύστωι — παραβύστῳ , παράβυστος stuffed masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρυπτός — ή, ό (AM κρυπτός, ή, όν) [κρύπτω] 1. αυτός που μένει αφανής, κρυμμένος, κρυφός, μυστικός (α. «ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιον» β. ἐπεποίητο γὰρ οἱ κρυπτὴ διῶρυξ ἐκ τῆς ἀκροπόλιος φέρουσα ἐπὶ θάλασσαν», Ηρόδ.) 2. φρ. «ἐν κρυπτῷ καὶ παραβύστῳ» εντελώς… … Dictionary of Greek
παράβυστος — ο / παράβυστος, ον, ΝΜΑ [παραβύω] φρ. «εν κρυπτῴ καὶ παραβύστῳ» σε απόμερο τόπο, σε απόκρυφο μέρος, κρυφά, μυστικά αρχ. 1. αυτός που πηγαίνει κάπου χωρίς να έχει προσκληθεί, που παρεμβαίνει κάπου αυτόκλητος, που χώνεται κάπου με δική του… … Dictionary of Greek
συμπεριπλέκομαι — Α [περιπλέκομαι] 1. περιπλέκομαι μαζί με άλλους 2. (ειδικά) συνευρίσκομαι ερωτικά με κάποιον («ἐν παραβύστῳ αἰσχρότητι συμπεριπλεκόμενος τῷ γυναίῳ ὁ γόης», Επιφάν.) … Dictionary of Greek