-
1 θησαυριζω
1) хранить, сохранять, сберегать(ἐν ἀσφαληΐῃ τὰ χρήματα, τὸν νεκρὸν ἐν οἰκήματι Her.; ὅπλα τεθησαυρισμένα Plut.)
2) откладывать про запас, накапливать(ἢ φάρμακα ἢ σῖτα ἢ ποτά Xen.; τέν τροφήν Arst.; θησαυροὺς ἑαυτῷ ἐπὴ γῆς NT.)
3) тж. med. хранить в душе, накапливать в памяти(χάριτας Diod.; ἑαυτῷ ὑπομνήματα θησαυρίζεσθαι Plat.; ὀργέν ἑαυτῷ NT.)
τεθησαυρισμένος κατά τινος φθόνος Diod. — накопившаяся к кому-л. ненависть
См. также в других словарях:
οἰκήματι — οἴκημα dwelling place neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ως — (I) ΜΑ βλ. ως. (II) ΜΑ βλ. ώς. (III) Α πρόθ. προς («ὡς αἰεὶ τὸν ὅμοιον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὅμοιον», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.]. (IV) ὡς, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ὥ Α 1. επίρρ. α) (αναφ.) καθώς, όπως (α. «ως συνήθως, άργησε πάλι» β. «κινήθη δ ἀγορὴ … Dictionary of Greek