-
21 μοῖρᾳ
Βλ. λ. μοίρα -
22 μοίρα
[мира] ουσ θ судьба. -
23 μοίρα
destin -
24 μοίρα
1) dola (f) rzecz.2) los (m) rzecz.3) przeznaczenie (n) rzecz. -
25 μοίρα
osud -
26 μοίρα
1) destiny2) fate3) lot4) splitΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > μοίρα
-
27 ἀπό-μοιρα
ἀπό-μοιρα, ἡ, Abtheilung; Antheil; M. Anton. 1, 18 u. LXX.
-
28 Ό,τι η μοίρα διορίσει, δεν είν' ο τρόπος να γυρίσει
Ό,τι μέλλει, δεν ξεμέλλει, και ό,τι γράφει, δεν ξεγράφει– Ό,τι η μοίρα διορίσει, δεν είν' ο τρόπος να γυρίσει• Чему быть, того не миноватьИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ό,τι η μοίρα διορίσει, δεν είν' ο τρόπος να γυρίσει
-
29 Όπου Λάζαρος και η μοίρα του
– Όπου Λάζαρος και η μοίρα του• На бедного Макара все шишки валятся• На бедного везде каплетИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Όπου Λάζαρος και η μοίρα του
-
30 Όπου φτωχός και η μοίρα του
– Όπου Λάζαρος και η μοίρα του• На бедного Макара все шишки валятся• На бедного везде каплетИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Όπου φτωχός και η μοίρα του
-
31 μοίρας
μοίρᾱς, μοῖραpartfem acc plμοίρᾱς, μοῖραpartfem gen sg (attic doric aeolic)μοίρᾱς, μοῖραpartfem acc pl (ionic)μοίρᾱς, μοῖραpartfem gen sg (attic doric ionic aeolic)μοίρᾱς, μοιράωshare: pres ind act 2nd sg (attic)μοίρᾱς, μοιράωshare: imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) -
32 μοιράσει
μοιρά̱σει, μοιράωshare: aor subj act 3rd sg (attic epic)μοιρά̱σει, μοιράωshare: aor subj act 3rd sg (epic doric aeolic)μοιρά̱σει, μοιράωshare: fut ind mid 2nd sg (attic)μοιρά̱σει, μοιράωshare: fut ind act 3rd sg (attic)μοιρά̱σει, μοιράωshare: fut ind mid 2nd sg (doric aeolic)μοιρά̱σει, μοιράωshare: fut ind act 3rd sg (doric aeolic)μοιράζωaor subj act 3rd sg (epic)μοιράζωfut ind mid 2nd sgμοιράζωfut ind act 3rd sg -
33 μοίραν
μοίρᾱν, μοῖραpartfem acc sg (attic doric ionic aeolic)μοίρᾱν, μοιράωshare: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)μοίρᾱν, μοιράωshare: imperf ind act 1st sg (doric aeolic)μοίρᾱν, μοιράωshare: imperf ind act 3rd pl (attic epic doric aeolic)μοίρᾱν, μοιράωshare: imperf ind act 1st sg (attic) -
34 Μοίρας
Μοίρᾱς, Μοῖραpartfem acc plΜοίρᾱς, Μοῖραpartfem gen sg (attic doric aeolic) -
35 μοιράσαι
μοιρά̱σᾱͅ, μοιράωshare: pres part act fem dat sg (doric)μοιρά̱σαῑ, μοιράωshare: aor opt act 3rd sg (attic)μοιρά̱σαῑ, μοιράωshare: aor opt act 3rd sg (doric aeolic)μοιρά̱σᾱͅ, μοιράζωfut part act fem dat sg (doric)μοιράζωaor inf actμοιράσαῑ, μοιράζωaor opt act 3rd sg -
36 μοιράσετε
μοιρά̱σετε, μοιράωshare: aor subj act 2nd pl (attic epic)μοιρά̱σετε, μοιράωshare: aor subj act 2nd pl (epic doric aeolic)μοιρά̱σετε, μοιράωshare: fut ind act 2nd pl (attic)μοιρά̱σετε, μοιράωshare: fut ind act 2nd pl (doric aeolic)μοιράζωaor subj act 2nd pl (epic)μοιράζωfut ind act 2nd pl -
37 μοιράων
μοιρά̱ων, μοῖραpartfem gen pl (epic aeolic)μοιρά̱ων, μοῖραpartfem gen pl (epic ionic aeolic) -
38 μοίραι
μοίρᾱͅ, μοῖραpartfem dat sg (attic doric aeolic)μοίρᾱͅ, μοῖραpartfem dat sg (attic doric ionic aeolic) -
39 μοίρης
μοῖραpartfem gen sg (epic ionic)μοῖραpartfem gen sg (epic ionic)μοιράωshare: pres ind act 2nd sgμοιράωshare: imperf ind act 2nd sg (homeric ionic)——————μοῖραpartfem dat pl (epic ionic)μοῖραpartfem dat pl (epic ionic) -
40 μοίρη
μοῖραpartfem nom /voc sg (epic ionic)μοιράωshare: pres imperat act 2nd sg (doric)μοιράωshare: pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic)μοιράωshare: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)——————μοῖραpartfem dat sg (epic ionic)μοῖραpartfem dat sg (epic ionic)
См. также в других словарях:
μοίρα — μοίρᾱ , μοῖρα part fem nom/voc/acc dual μοίρᾱ , μοῖρα part fem nom/voc/acc dual (ionic) μοίρᾱ , μοῖρα part fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) μοίρᾱ , μοιράω share pres imperat act 2nd sg μοίρᾱ , μοιράω share imperf ind act 3rd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοίρᾳ — μοίρᾱͅ , μοῖρα part fem dat sg (attic doric aeolic) μοίρᾱͅ , μοῖρα part fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μοίρα — Μοίρᾱ , Μοῖρα part fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μοίρᾳ — Μοίρᾱͅ , Μοῖρα part fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μοῖρα — part fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοῖρα — part fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοίρα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 41 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πάτρας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται νοτιοανατολικά της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πατρέων. * * * η (ΑΜ μοῑρα, Α ιων. γεν. ης) 1. τμήμα ενός συνόλου χωρισμένου σε μέρη, τεμάχιο … Dictionary of Greek
μοίρα — η 1. τμήμα κάποιου όλου, τεμάχιο, κλήρος, μερίδιο: Έκοψε τις επαφές με την οικογένεια και αρνήθηκε ακόμα και τη νόμιμη μοίρα του. 2. τμήμα στόλου ή στρατού: Ναυτική μοίρα. 3. μονάδα μέτρησης των τόξων και των γωνιών, το 1/360 του κύκλου: Η γωνία… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μοῖρᾳ — μοῖραι , μοῖρα part fem nom/voc pl μοῖραι , μοῖρα part fem nom/voc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μοῖρᾳ — Μοῖραι , Μοῖρα part fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοίρας — μοίρᾱς , μοῖρα part fem acc pl μοίρᾱς , μοῖρα part fem gen sg (attic doric aeolic) μοίρᾱς , μοῖρα part fem acc pl (ionic) μοίρᾱς , μοῖρα part fem gen sg (attic doric ionic aeolic) μοίρᾱς , μοιράω share pres ind act 2nd sg (attic) μοίρᾱς ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)