-
1 καιριον
τό1) (нечто) правильное, точное, надлежащееκ. λέγειν Soph. — говорить дело;
πρὸς τὸ κ. Soph. — надлежащим образом, как следует2) обстоятельство, случайностьαἷς πολλὰ τὰ καίρια δεῖ ἐν τῇ θαλάσσῃ ξυμβῆναι Thuc. — (корабли), с которыми (неизбежно) должно приключиться многое
3) подходящее по времени, соответствующее обстоятельствам4) жизненно опасная точка (тела), жизненно важный орган
См. также в других словарях:
καιρίῳ — καίριος in masc/neut dat sg καίριος in masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενθύμημα — Όρος της Λογικής που αναφέρεται στο επιχείρημα η παράθεση του οποίου γίνεται με ξεχωριστό τρόπο. Ειδικότερα, η ονομασία αυτή δίνεται σε έναν συλλογισμό στον οποίο μια πρόταση ή το συμπέρασμα εννοούνται. Ο Αριστοτέλης όριζε το ε. ως «συλλογισμό εξ … Dictionary of Greek
ευδοκιμώ — (ΑΜ εὐδοκιμῶ, έω) [ευδόκιμος] 1. επιτυγχάνω σε κάτι, κατορθώνω, κάτι 2. ακμάζω, ευημερώ, προοδεύω («ηὐδοκίμει Περικλῆς», Πλάτ.) νεοελλ. (για φυτά) έχω ευνοϊκούς όρους για ανάπτυξη, ακμάζω («στη Χίο ευδοκιμεί η μαστίχα») αρχ. μσν. είμαι… … Dictionary of Greek