-
21 εὐδιάβλητος
εὐδιά-βλητος, ον,A = εὐδιάβολος, Arist.EE 1237b23, Chrysipp.Stoic.3.77, S.E.M.3.160, Ptol.Tetr.2: [comp] Sup., Eus. Mynd.47.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐδιάβλητος
-
22 εὐδιαβόητος
εὐδια-βόητος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐδιαβόητος
-
23 εὐδιάβολος
εὐδιά-βολος, ον,A easy to misrepresent, Pl.Lg. 944b;εὐδιάβολα τὰ τοιαῦτα πρὸς τοὺς πολλούς Id.Euthphr.3b
. Adv. - λως, ἔχειν D.61.17
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐδιάβολος
-
24 εὐδιάγνωστος
εὐδιά-γνωστος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐδιάγνωστος
-
25 εὐδιάθετος
εὐδιά-θετος, ον,III easy to dispose of (in marriage), Id.s.v. οὐκ εὐ.; also of arguments or objections, Them. in APo.62.33.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐδιάθετος
-
26 εὐδιάθρυπτος
εὐδιά-θρυπτος, ον,A easily crushed, Phlp.in de An.360.15.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐδιάθρυπτος
-
27 εὐδιακόσμητος
εὐδια-κόσμητος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐδιακόσμητος
-
28 εὐδιάκριτος
εὐδιά-κρῐτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐδιάκριτος
-
29 εὐδιάλειπτος
εὐδιά-λειπτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐδιάλειπτος
-
30 εὐδιάλογος
A = εὐόμιλος, Suid., Zonar.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐδιάλογος
-
31 εὐδιάλυτος
εὐδιά-λῠτος, ον,2 easy to dissolve or break up, gloss on ὑποψάθυρος, Gal.16.762: metaph., , cf. Ph.1.379;Ἑλλάς Plu.Phil.8
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐδιάλυτος
-
32 εὐδιάπλαστος
εὐδιά-πλαστος, ον,A easily moulded, plastic, of water, Olymp.Alch. p.82 B.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐδιάπλαστος
-
33 εὐδιάπνευστος
II [voice] Act., perspiring freely, ib.9.5.3, Gal.6.407.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐδιάπνευστος
-
34 εὐδιάπτωτος
εὐδιά-πτωτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐδιάπτωτος
-
35 εὐδιάσειστος
εὐδιά-σειστος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐδιάσειστος
-
36 εὐδιασκέδαστος
εὐδια-σκέδαστος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐδιασκέδαστος
-
37 εὐδιάσπαστος
εὐδιά-σπαστος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐδιάσπαστος
-
38 εὐδιάφθαρτος
εὐδιά-φθαρτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐδιάφθαρτος
-
39 εὐδιάφθορος
εὐδιά-φθορος, ον,II easily corrupted, Arist.Ath.41.2 ([comp] Comp.); easily going bad, of food, Xenocr. ap. Orib. 2.58.145, Dsc.1.105.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐδιάφθορος
-
40 εὐδιάχυτος
εὐδιά-χῠτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐδιάχυτος
См. также в других словарях:
εὐδία — εὐδίᾱ , εὐδία fair weather fem nom/voc/acc dual εὐδίᾱ , εὐδία fair weather fem nom/voc sg (attic doric aeolic) εὐδίᾱ , εὐδιάω to be fair pres imperat act 2nd sg εὐδίᾱ , εὐδιάω to be fair imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευδία — ευδία, η και βδία, η αίθριος καιρός, καλοκαιρία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ευδία — και βδία και βιδιά, η (Α εὐδία, ιων. τ. εὐδίη) αίθριος και γλυκός καιρός, καλοκαιρία («ἐκ χειμῶνος εὐδία», Πίνδ.) αρχ. 1. ηρεμία, ησυχία, γαλήνη («ἐν εὐδίᾳ γὰρ ὁρῶ ὑμᾱς», Αισχύλ.) 2. φρ. «σαρκὸς εὐδία» καλή κατάσταση τού σώματος («εἰς ἔμ᾿ εὐδίαν… … Dictionary of Greek
εὐδίᾳ — εὐδίαι , εὐδία fair weather fem nom/voc pl εὐδίᾱͅ , εὐδία fair weather fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔδια — εὔδιος calm neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδιάσας — εὐδιά̱σᾱς , εὐδιάω to be fair pres part act fem acc pl (doric) εὐδιά̱σᾱς , εὐδιάω to be fair pres part act fem gen sg (doric) εὐδιά̱σᾱς , εὐδιάω to be fair aor part act masc nom/voc sg (attic epic doric ionic) εὐδιά̱σᾱς , εὐδιάζω calm fut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδίας — εὐδίᾱς , εὐδία fair weather fem acc pl εὐδίᾱς , εὐδία fair weather fem gen sg (attic doric aeolic) εὐδίᾱς , εὐδιάω to be fair imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδίαν — εὐδίᾱν , εὐδία fair weather fem acc sg (attic doric aeolic) εὐδίᾱν , εὐδιάω to be fair imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) εὐδίᾱν , εὐδιάω to be fair imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδιάσαι — εὐδιά̱σᾱͅ , εὐδιάω to be fair pres part act fem dat sg (doric) εὐδιά̱σαῑ , εὐδιάω to be fair aor opt act 3rd sg (attic doric) εὐδιά̱σᾱͅ , εὐδιάζω calm fut part act fem dat sg (doric) εὐδιάζω calm aor inf act εὐδιάσαῑ , εὐδιάζω calm aor opt act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδιάσει — εὐδιά̱σει , εὐδιάω to be fair aor subj act 3rd sg (attic epic doric) εὐδιά̱σει , εὐδιάω to be fair fut ind mid 2nd sg (attic doric) εὐδιά̱σει , εὐδιάω to be fair fut ind act 3rd sg (attic doric) εὐδιάζω calm aor subj act 3rd sg (epic) εὐδιάζω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδίαι — εὐδία fair weather fem nom/voc pl εὐδίᾱͅ , εὐδία fair weather fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)