1 γυιοδαμας
ἐν γυιοδάμαις χερσί Pind. = ἐν παγκρατίῳ
Древнегреческо-русский словарь > γυιοδαμας
γυιοδάμαις — γυιόδαμος fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)