-
1 Carry
v. trans.P. and V. φέρειν, κομίζειν, V. βαστάζειν.Bring: P. and V. ἄγειν, V. πορεύειν (rare P. in act.).Carry about one's person (as stick, arms, etc.): P. and V. φορεῖν.V. intrans. Reach: P. ἐφικνεῖσθαι, διικνεῖσθαι, P. and V. ἐξικνεῖσθαι.Carry about with one: P. συμπεριφέρειν.Carry across: P. διαβιβάζειν.Carry away: P. and V. ἀποφέρειν, ἀπάγειν, ἐξάγειν, ἐκκομίζειν, P ἀποκομίζειν, V. ἀπαίρειν; see carry off.met., carry away ( by feeling): V. ἁρπάζειν.Carry in: P. and V. εἰσκομίζειν.Carry off, kill: P. διαχρῆσθαι; see Kill.Be carried off: V. λελῇσθαι (perf. pass. λῄζεσθαι).met., carry off ( a prize): P. and V. φέρεσθαι, ἐκφέρεσθαι, κομίζεσθαι, εὑρίσκεσθαι, Ar. and V. φέρειν (also Plat. but rare P.), V. κομίζειν, εὑρίσκειν, ἐπισπᾶν (Soph., Aj. 769); see Win.Carry on, manage: Ar. and P. διοικεῖν, μεταχειρίζεσθαι.Carry out: P. and V. ἐκφέρειν, ἐκκομίζειν.Accomplish: P. and V. ἀνύτειν, κατανύτειν, ἐπεξέρχεσθαι, διαπράσσειν (or mid. in P.); see Accomplish.Carry round: P. and V. περιφέρειν.Carry through, bring to success by effort: P. and V. ἐκπονεῖν, V. ἐκμοχθεῖν; see work out, accomplish, wage.Carry to: P. and V. προσφέρειν, P. προσκομίζειν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Carry
См. также в других словарях:
ἐνίκησε — ἐνί̱κησε , νικάω conquer aor ind act 3rd sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Complemento directo — En sintaxis se llama complemento directo u objeto directo a la función que desempeña un sintagma nominal, un pronombre o una proposición subordinada sustantiva que es requerida de forma directa y obligatoria por un verbo transitivo: En los… … Wikipedia Español
побѣдити — ПОБѢ|ДИТИ (415), ЖОУ (ЖДОУ), ДИТЬ гл. 1.Победить, одержать победу: ˫ависѧ геѡоргиѥ. ˫ако добръ воинъ наречесѧ. и вражи˫а пълкы. побѣдилъ ѥси. Стих 1156–1163, 100 об.; семь (ж). лѣ(т). побѣди мьстисла(в). на борѹ чюдь. ЛН XIII2, 8 (1113); гл҃и ми … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Epeo de Élide — Para otros usos de este término, véase Epeo. Epeo de Élide (en griego Ἐπειός ὁ Ἠλείος, Epeiós ho Eleíos ) fue el tercer rey mítico de la antigua Élide. Es héroe epónimo de los epeos, una de las denominaciones de los habitantes de la Élide. Era… … Wikipedia Español
νικώ — και ανικώ, άω (ΑΜ νικῶ, άω, Α ιων. τ. νικέω, αιολ. δωρ. τ. νίκημι) 1. καταβάλλω κάποιον σε μάχη, μονομαχία ή άλλη αναμέτρηση, βγαίνω νικητής, υπερισχύω σε μάχη ή αγώνα υλικό, πνευματικό ή ηθικό 2. (γενικά) καθυποτάσσω, επιβάλλομαι (α. «κάλλει… … Dictionary of Greek
Σ, σ, ς — (αρχαία ελληνικά σίγμα και σΣ, σ, ςιγμα). Το δέκατο όγδοο γράμμα του ελληνικού αλφάβητου. Αντιστοιχεί προς το σημιτικό shim (= δόντι, δέντρο). Στην ονομασία shim αντιστοιχεί η δωρική ονομασία σαν, ενώ η ονομασία σίγμα προέρχεται από το σημιτικό… … Dictionary of Greek
ξεσκλαβώνω — ξεσκλάβωσα, ξεσκλαβώθηκα, ξεσκλαβωμένος 1. δίνω την ελευθερία, ελευθερώνω υπόδουλο: Ενίκησε ο κύρης τση κι η χώρα ξεσκλαβώθη (Ερωτόκριτος). 2. μτφ., απαλλάσσω κάποιον από δύσκολη θέση: Παραιτήθηκα και ξεσκλαβώθηκα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)