Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐντεσίεργος

См. также в других словарях:

  • εντεσιεργός — ἐντεσιεργός, όν (Α) (για ημίονο) που σέρνει άμαξα («ζεῡξαν δ ἡμιόνους... ἐντεσιεργούς», Ομ. Ιλ.) …   Dictionary of Greek

  • ἐντεσιεργούς — ἐντεσιεργός working in harness masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»