-
1 миксер
1. мет. о κάδος του χυτοσιδήρου (με θέρμανση) 2. с.-х. ο μεικτής 3. пищ. ο αναμεικτήραςο μεικτήςразг. το μίξερ (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > миксер
-
2 активный
активный ενεργητικός, δραστήριος (деятельный )' δραστικός (эффективный ) ενεργός* * *ενεργητικός, δραστήριος ( деятельный); δραστικός ( эффективный); ενεργός -
3 active
['æktiv]1) (energetic or lively; able to work etc: At seventy, he's no longer very active.) δραστήριος2) ((busily) involved: She is an active supporter of women's rights.) ενεργός3) (causing an effect or effects: Yeast is an active ingredient in bread-making.) δραστικός4) (in force: The rule is still active.) σε ισχύ5) ((of volcanoes) still likely to erupt.) ενεργός (ηφαίστειο)6) (of the form of a verb in which the subject performs the action of the verb: The dog bit the man.) ενεργητική φωνή•- actively
- activity -
4 активный
1. (энергичный, деятельный) ενεργητικός, δραστήριος 2. (действующий, развивающийся) ενεργός, αναπτυσσόμενος, εξελισσόμενος 3. фин. αναπτυσσόμενος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > активный
-
5 катализатор
ο καταλύτης·Русско-греческий словарь научных и технических терминов > катализатор
-
6 контроль
ο έλεγχος, (проверка) η εξέτασηавтоматический маш. - αυτόματος -- переполнения вчт. - της υπερφόρτωσηςприемочный - της εισαγωγής/παραλαβήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > контроль
-
7 краситель
η χρωστική ουσία, το χρώμα, η βαφή * - выцветает - ξεθωριάζειРусско-греческий словарь научных и технических терминов > краситель
-
8 кристалл
ο κρύσταλλοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > кристалл
-
9 маркёр
1. (разметчик) с.-х. о οριοθέ-της, ο σημειωτής, ο σημαδευτής 2. тех. о χαράκτης-ελασματουργός 3.(вспомогательная радиолокационная точка) ав. о ση-μαντήραςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > маркёр
-
10 мощность
1. (физическая величина) η ισχύς, η δύναμηбуксировочная мор. - της ρυμούλκησης" короткого замыкания - του βραχυκυκλώματος- на испытании мор. - στις δοκιμές, δοκιμαστική -поглощаемая (изм.) - απορροφημένη -полезная - ωφέλιμη -, πραγματική -потребляемая - καταναλισκομένη -, καταναλωμένη -тормозная - του φρένου/της πέδηςэффективная - ωφέλιμος -, πραγματική -2. (производственная) οι δυνατότητες της εγκατάστασηςη παραγωγική ικανότηταпроизводственная - της παραγωγής, η εγκατάσταση της παραγωγής3. (горных пород) το πάχος 4. -И (ΜΗ.) (объекты) οι εγκαταστάσεις (πλ.)производственные - παραγωγικές -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мощность
-
11 пар
ο ατμ/ός"генерировать - παράγω - όвлажный - ένυδρος -, υγρός -- υπό πίεση, μη αποτονωμένος -отработанный - εκτονωμένος -, νεκρός -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пар
-
12 РГБ
(радио-гидроакустический буй) о ραδιοϋδροακουστικός σημαντήραςпассивный - παθητικός -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > РГБ
-
13 сечение
η τομ/ή, η διατομή- сопла начальное см. - сопла входное сечка1. (для рубки капусты) о κόπτης (λαχανικών) 2. (солома с отрубями) τα ψιλοκομμένα άχυρα με πίτουρα 3. (дроблёная крупа) το πληγούρι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сечение
-
14 уголь
ο άνθρακ/ας, το κάρβουνο (ξεν.)активированный - см. активный -гумусовый - см. гумолитдревесный - о ξυλάνθρακας, το ξυλοκάρβουνοкостяной - ο οστεάνθρακας, ο ζωάνθρακαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > уголь
-
15 четырёхполюсник
ο τετράπολος ακροδέκτηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > четырёхполюсник
-
16 действующий
1) ενεργητικός, ενεργός2) театр.де́йствующие ли́ца — τα πρόσωπα
-
17 активное
акти́вн||оеучастие ἡ ἐνεργός (δραστήρια) συμμετοχή. -
18 армия
арм||ияж1. (вооруженные силы) ὁ στρατός, ἡ στρατιά, τό στράτευμα:Советская Армия ὁ Σοβιετικός Στρατός; Красная Армия ист. ὁ Κόκκινος Στρατός; действующая \армия ὁ ἐνεργός στρατός, ὁ στρατός ἐν ἐνεργεία; регулярная \армия ὁ τακτικός (μόνιμος) στρατός; оккупационная \армия ὁ στρατός κατοχής; сухопу́тная \армия ὁ στρατός τής ξηρᾶς; служить в \армияии ὑπηρετώ στον στρατό; призывать в \армияию καλῶ ὑπό τά ὀπλα;2. (войсковое соединение) ὁ στρατός, ἡ στρατιά:ко́иная \армия τό ιππικό. -
19 действительный
действи́тельн||ыйприл1. πραγματικός, ἀληθινός:\действительныйая мощи́ость тех. ἡ πραγματική ίσχύς·2. (годный) ἐγκυρος, ισχύων:паспорт действителен на пять лет ἡ ταυτότητα ισχύει γιά πέντε χρόνια·3. (дающий результат) ἀποτελεσματικός, δραστικός' ◊ \действительныйый член (Академии и т. п.) τό τακτικό μέλος· \действительныйый залог грам. ἡ ἐνεργητική φωνή· \действительныйая (военная) служба ἡ ἐνεργός ὑπηρεσία. -
20 деятельностьый
деятельность||ыйприл δραστήριος, ἐνεργός:принимать \деятельностьыйое участие παίρνω ἐνεργό (или δραστήριο) μέρος.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἐνεργός — at work masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενεργός — ή, ό (AM ἐνεργός, όν) [έργον] 1. αυτός που βρίσκεται σε ενέργεια, σε ενεργό υπηρεσία («ενεργός στρατός») 2. ενεργητικός, σε ενέργεια (σε αντίθεση με αυτόν που βρίσκεται σε λανθάνουσα ή εφεδρική κατάσταση) 3. δραστήριος, ενεργητικός,… … Dictionary of Greek
ενεργός, -ός, -ό — επίρρ. ά 1. που είναι σε ενέργεια, ο κατάλληλος για ενέργεια: Ενεργός στρατός. 2. αποδοτικός, που αποφέρει κέρδος, παραγωγικός: Ενεργά χρήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ενεργός θερμοκρασία — (Αστρον.). Η επιφανειακή θερμοκρασία Te ενός αστέρα, όταν εκφράζεται ως θερμοκρασία ενός μελανού σώματος (δηλαδή ενός ιδανικού πομπού θερμικής ακτινοβολίας), που έχει την ίδια ακτίνα με τον αστέρα και εκπέμπει το ίδιο ολικό ποσό ενέργειας Ε ανά… … Dictionary of Greek
ἐνεργότερον — ἐνεργός at work adverbial comp ἐνεργός at work masc acc comp sg ἐνεργός at work neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνεργόν — ἐνεργός at work masc/fem acc sg ἐνεργός at work neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνεργότατα — ἐνεργός at work adverbial superl ἐνεργός at work neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνεργότατον — ἐνεργός at work masc acc superl sg ἐνεργός at work neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνεργοτάτη — ἐνεργός at work fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνεργοτάτην — ἐνεργός at work fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνεργοτάτους — ἐνεργός at work masc acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)