-
1 νεᾱνιεύομαι
νεᾱνιεύομαι, ein Jüngling sein, gew. jugendlich übereilt oder übermüthig, muthwillig oder leichtsinnig handeln; Plat. Phaedr. 235 a; δοκεῖς νεανιεύεσϑαι ἐν τοῖς λόγοις, Gorg. 482 c, vgl. 527 d; ἐνεανιεύσατο τοιοῠτον οὐδέν, Dem. 21, 69; im pass., ὡσπερεὶ κεφάλαια ἐφ' ἅπασι τοῖς ἑαυτῷ νενεανιευμένοις ἐπέϑηκεν, 21, 18; Sp., wie Plut. Mar. 29, μακρὰ χαίρειν φράσας τοῖς ἐν τῇ βουλῇ νεανιευϑεῖσι.
Перевод: с греческого на немецкий
с немецкого на греческий- С немецкого на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий