-
1 ενάκανθος
ος, ον колючий
См. также в других словарях:
ενάκανθος — η, ο (AM ἐνάκανθος, ον) αυτός που έχει αγκάθια, ο αγκαθωτός … Dictionary of Greek
εν — (I) (AM ἐν, Α ποιητ. τ. ἐνί, εἰν, εἰνί) πρόθ. (με δοτ.) Ι. (για τόπο) 1. μέσα, εντός («νήσω ἐν ἀμφιρύτῃ», Ομ. Οδ.) 2. δηλώνει τη στάση σε τόπο («εν Αθήναις») 3. με κύρια ή προσηγορικά ονόματα ελλειπτικά με παράλειψη ουσ. (δόμοις, οίκω, μεγάρω,… … Dictionary of Greek