-
1 εὐκρασία
A good temperature, mildness, ;τοῦ ἀέρος Plb.34.8.4
: abs., Arist.Pr. 860b12; ἐν ταῖς εὐκρασίαις in good climates, Thphr.CP3.21.1.2 of persons, εὐ. τοῦ σώματος good temperament, Arist.PA 673b25, cf. GA 744a30, Zeno Stoic.1.37, Gal.6.31, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐκρασία
См. также в других словарях:
ευκρασία — η (ΑΜ εὐκρασία, Α και εὐκρασίη) [εύκρατος] 1. η γλυκύτητα τού καιρού, η ήπια θερμοκρασία, η ηπιότητα τού κλίματος («ἐν ταῑς εὐκρασίαις» στα εύκρατα κλίματα, Θεόφρ.) 2. (για πρόσ.) η καλή κράση τού οργανισμού, η καλή ιδιοσυγκρασία («εὐκρασία τοῡ… … Dictionary of Greek