-
1 πάθης
πάθηpassive state: fem gen sg (attic epic ionic)——————πάθηpassive state: fem dat pl (epic)πάσχωhave: aor subj act 2nd sg -
2 πάθῃς
Βλ. λ. πάθης -
3 πρωτο-παθής
πρωτο-παθής, ές, zuerst leidend, Clem. Al. u. a. Sp., bes. Medic.
-
4 προς-παθής
προς-παθής, ές, Leidenschaft für eine Sache hegend, leidenschaftliche Zuneigung zu einem Gegenstande habend, Sp.
-
5 πρᾱϋ-παθής
πρᾱϋ-παθής, ές, sanftmüthig, Sp.
-
6 περι-παθής
περι-παθής, ές, in heftiger Leidenschaft, Gemüthsbewegung, leidenschaftlich, heftig aufgeregt (zornig, traurig, gerührt); περιπαϑεῖς ἐγένοντο ταῖς ψυχαῖς, Pol. 4, 54, 3; τῇ συμφορᾷ, 1, 81, 1; Sp.; – adv., Luc. Tim. 46, Plut. non posse 11 u. öfter; περιπαϑὴς ὢν τοῖς ὄψοις, Ath. I, 6 e.
-
7 παμ-παθής
-
8 παντο-παθής
παντο-παθής, ές, Alles leidend, Sp.; αἴσχεα, Stat. Flacc. 3 (V, 5), wie Maneth. 5, 283, im obscönen Sinne.
-
9 πολυ-παθής
πολυ-παθής, ές, von vielen Leiden, der viel zu leiden hat, vielen Leidenschaften ausgesetzt ist; Plut.; πουλυπαϑέσσι τυράννοις Statil. Flacc. 9 (IX, 98).
-
10 συμ-παθής
συμ-παθής, ές, mitleidend, mitempfindend, gleiche Stimmung od Leidenschaft habend; Arist. physiogn. 4; συμπαϑέστερος, Plat. com. fr. inc. 19; συμπαϑέστατος, Arist. partt. an. 2, 7, mitleidig, συμπαϑεῖς ποιεῖν τοὺς ἀναγιγνώσκοντας τοῖς λεγομένοις, Pol. 2, 56, 7, vgl. 10, 14, 10.
-
11 ταλα-παθής
ταλα-παθής, ές, = τληπαϑής, Gramm.
-
12 τλαι-παθής
τλαι-παθής, ές, = τληπαϑής, Hesych., wie
-
13 τλη-παθής
τλη-παθής, ές, Leid, Unglück erduldend, mühselig, unglückselig, Sp.
-
14 ταὐτο-παθής
ταὐτο-παθής, ές, der dasselbe erlitten, empfunden hat, demselben Schicksal unterworfen, Sp.
-
15 φιλο-παθής
φιλο-παθής, ές, sich gern den Leidenschaften überlassend, sinnlich, Philo.
-
16 καινο-παθής
καινο-παθής, ές, unerhörtes Leid, πήματα, das man noch nicht erduldet hat, Soph. Tr. 1267, mit der alten v. l. καινοπαγής
-
17 κακο-παθής
κακο-παθής, ές, Unglück leidend, unglücklich, mühselig, Philo. – Adv., κακοπαϑῶς ζῆν Arist. pol. 2, 9.
-
18 κοινο-παθής
κοινο-παθής, ές, gemeinschaftlich leidend, sich nach Anderen bequemend, richtend, dah. gesellig, καὶ φιλάνϑρωπα D. Hal. 2, 41.
-
19 εὐ-παθής
εὐ-παθής, ές, 1) leicht empfänglich für äußere Eindrücke, empfindlich, reizbar, Theophr. u. Sp., ἄνϑρωπος, von zartem Körperbau, Galen.; ὁ νάφϑας πρὸς τὸ πῦρ Plut. Alex. 35; τῷ ἀέρι prim. frig. 12, wie ὑπὸ τοῦ ἀέρος Arist. probl. 8, 4. Auch im moralischen Sinne, empfindlich, leicht in Leidenschaft zu setzen, Sp., wie Plut. – 2) angenehm, behaglich, βίος Crates bei Suid. v. παρουσία, u. so auch adv. εὐπαϑῶς.
-
20 βαρυ-παθής
βαρυ-παθής, ές, schwer leidend, Sp.
См. также в других словарях:
πάθης — πάθη passive state fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάθῃς — πάθη passive state fem dat pl (epic) πάσχω have aor subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάθηις — πάθῃς , πάθη passive state fem dat pl (epic) πάθῃς , πάσχω have aor subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ετοιμοπαθής — ἑτοιμοπαθής, ές (Μ) ο έτοιμος στο να συμπάσχει, ο επιρρεπής σε κάτι, ο ευαίσθητος («ἑτοιμοπαθὴς πρὸς τὸ δακρύειν», Νικήτ. Ευγ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + παθής (< πάθος), πρβλ. α παθής, ευ παθής] … Dictionary of Greek
ευπαθής — ές (ΑΜ εὐπαθής, ές) (για πρόσωπα) 1. αυτός που νοσεί εύκολα, αυτός που έχει λεπτή, τρυφερή σωματική κατασκευή 2. αυτός που υφίσταται εύκολα τις εξωτερικές επιδράσεις, που πάσχει ή ερεθίζεται εύκολα, ο ευερέθιστος νεοελλ. (για φυσικά όργανα ή… … Dictionary of Greek
ζηλοπαθής — ζηλοπαθής, ές (Μ) ζηλόφθονος, ζηλότυπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζήλος (Ι) + παθής (< πάθος), πρβλ. α παθής, ευ παθής] … Dictionary of Greek
ηδυπαθής — ές (AM ἡδυπαθής, ές) αυτός που ζει βίο ηδονικό, που ρέπει προς τις ηδονές τής σάρκας, φιλήδονος το ουδ. ως ουσ. τὸ ἡδυπαθές ήδυπάθεια, φιληδονία. επίρρ... ηδυπαθώς (Α ἡδυπαθώς) με ηδυπαθή τρόπο, ηδονικά, φιλήδονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + παθής… … Dictionary of Greek
ημιπαθής — ἡμιπαθής, ές (Α) αυτός που πάσχει κατά το ήμισυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + παθής (< πάθος), πρβλ. α παθής, ευ παθής] … Dictionary of Greek
ηττοπαθής — ές αυτός που κατέχεται από υπερβολικό και αδικαιολόγητο φόβο ότι θα υποστεί ήττα, που δεν πιστεύει στη δυνατότητα τής νίκης, που έχει χάσει το ηθικό του, καταπτοημένος, πανικόβλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηττο (< ήττα) + παθής < πάθος (πρβλ. εμ… … Dictionary of Greek
ηφαιστειοπαθής — ές αυτός που έχει υποστεί ζημιές ή καταστροφές από ηφαιστειακή δράση («ηφαιστειοπαθείς τόποι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηφαίστειο + παθής < πάθος (πρβλ. ηττο παθής, σεισμο παθής)] … Dictionary of Greek
θηλυπαθής — θηλυπαθής, ές (Μ) αυτός που έχει γυναικεία πάθη, ο θηλυπρεπής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ * + παθής (< πάθος), πρβλ. α παθής ευ παθής] … Dictionary of Greek