-
1 εμφιλοκαλήσαι
-
2 ἐμφιλοκαλῆσαι
См. также в других словарях:
ἐμφιλοκαλῆσαι — ἐμφιλοκαλέω pursue honourable studies in aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμφιλοκαλώ — ἐμφιλοκαλῶ ( έω) (Α) ασχολούμαι, καταγίνομαι με φιλοκαλία με κάτι («ἐμφιλοκαλῆσαι τοῑς στρατιωτικοῑς», Πλούτ.) … Dictionary of Greek