-
1 εμπορία
ἐμπορίᾱ, ἐμπορίαcommerce: fem nom /voc /acc dualἐμπορίᾱ, ἐμπορίαcommerce: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἐμπορίαι, ἐμπορίαcommerce: fem nom /voc plἐμπορίᾱͅ, ἐμπορίαcommerce: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 εμπορια
ион. ἐμπορίη ἥ1) поездка по торговым делам, торговая операция, торговля (преимущ. внешняя)(ἐπ΄ ἐμπορίην τρέψαι θυμόν Her.; ἐς Αἴγυπτον ἀπικνέεσθαι κατ΄ ἐμπορίην Her.; ἥ κατὰ θάλατταν ἐ. Plat.; ἐμπορίαν ποιεῖσθαι Isocr.; πρόσοδοι ἀπὸ τῶν ἐμποριῶν Arst.)
2) товар(καλέν ἐμπορίαν ἐξάγειν Xen.)
δανεῖσαί τινι ἕνδεκα μνᾶς ἐπὴ τῇ ἐμπορίᾳ Dem. — дать кому-л. ссуду в одиннадцать мин под залог товара -
3 εμπόρια
ἐμπόριαtrading-station: neut nom /voc /acc plἐμπόριονtrading-station: neut nom /voc /acc pl -
4 ἐμπόρια
ἐμπόριαtrading-station: neut nom /voc /acc plἐμπόριονtrading-station: neut nom /voc /acc pl -
5 ἐμπορία
ἐμπορία, ας, ἡ (s. prec. and two next entries; Hes., Hdt. et al.; SIG 185, 32 [IV B.C.]; OGI 629, 164; SEG XXVI, 1392, 47; PTebt 6, 25 [II B.C.]; PGiss 9, 3; POxy 76, 10; CPJ 4526, 14 ἐ. Ἰουδαίων; LXX; EpArist 114; Jos., C. Ap. 1, 60; 61; TestJos 11:5; TestAbr A 2 p. 79, 10 [Stone p. 6]; loanw. in rabb.) the business or work in which one engages business, trade Mt 22:5. ἐμπορίαν ἀσκεῖν engage in business 2 Cl 20:4 (the verb also governs θεοσέβειαν).—DELG s.v. ἔμπορος. M-M. -
6 ἐμπορία
Βλ. λ. εμπορία -
7 ἐμπορίᾳ
Βλ. λ. εμπορία -
8 ἐμπορία
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἐμπορία
-
9 εμπορία
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > εμπορία
-
10 ἐμπορία
A commerce (acc. to Arist.Pol. 1258b22, of three kinds, ναυκληρία, φορτηγία, παράστασις (qq. vv.)), mostly used of commerce or trade by sea (cf. ), Hes.Op. 646, Thgn. 1166, Simon.127, etc.;ἐμπορίαν ποιεῖσθαι Isoc.2.1
;ἐμπορίας οὐκ οὔσης Th.1.2
;ἐὰν κατὰ θάλατταν ἡ ἐ. γένηται Pl.R. 371a
; κατ' ἐμπορίην, [dialect] Att. - ίαν, for trade-purposes, Hdt.3.139, Simon. l. c., Isoc.17.4, etc.; ἐμπορίας ἕνεκα or - κεν, Th.1.7, 6.2;πρὸς ἐμπορίαν Ar.Av. 718
: pl., τὰς ἐ. τὰς κερδαλέως ib. 594 (anap.);περὶ τὰς ἐ. διατρίβειν Arist.Pol. 1291a5
, cf. D.56.8.3 errand, business, E.Hyps.Fr.5.11 (anap.), Luc.Scyth.4; journeying, πενία ἀζημίωτος ἐ. Secund.Sent.10.II merchandise, X.Vect.3.2, AP7.500 (Asclep.);αὑτοῦ τὴν ἐ. ἔφασκεν εἶναι Lys.32.25
; ἐπὶ τῇ ἐμπορίᾳ ἢν ἦγεν ἐν τῇ.. νηΐ Test. ap. D.35.23.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμπορία
-
11 εμπορία
η торговля -
12 ἐμπορία
торговля, торг.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἐμπορία
-
13 ἐμπορία
-ας + ἡ N 1 0-0-11-0-0=11 Is 23,18(bis); Is 45,14; Ez 27,13.15market, trade, business Is 23,18; merchandise Na 3,16 -
14 ἐμπορία
ἐμ-πορία, ἡ, Reise, Seefahrt in Handelsgeschäften. Übh. Handel, bes. Großhandel; ἐμπορίαν ποιεῖσϑαι, Handel treiben; Geschäft übh.. Handelsware -
15 σωματ-εμπορία
σωματ-εμπορία, ἡ, Sklavenhandel (?).
-
16 εμπορίας
ἐμπορίᾱς, ἐμπορίαcommerce: fem acc plἐμπορίᾱς, ἐμπορίαcommerce: fem gen sg (attic doric aeolic) -
17 ἐμπορίας
ἐμπορίᾱς, ἐμπορίαcommerce: fem acc plἐμπορίᾱς, ἐμπορίαcommerce: fem gen sg (attic doric aeolic) -
18 εμπορίαι
ἐμπορίαcommerce: fem nom /voc plἐμπορίᾱͅ, ἐμπορίαcommerce: fem dat sg (attic doric aeolic) -
19 ἐμπορίαι
ἐμπορίαcommerce: fem nom /voc plἐμπορίᾱͅ, ἐμπορίαcommerce: fem dat sg (attic doric aeolic) -
20 ταμπόρι'
ἐμπόρια, ἐμπόριαtrading-station: neut nom /voc /acc plἐμπόρια, ἐμπόριονtrading-station: neut nom /voc /acc plἐμπόριε, ἐμπόριοςmasc voc sg
См. также в других словарях:
ἐμπορία — ἐμπορίᾱ , ἐμπορία commerce fem nom/voc/acc dual ἐμπορίᾱ , ἐμπορία commerce fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπόρια — trading station neut nom/voc/acc pl ἐμπόριον trading station neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπορίᾳ — ἐμπορίαι , ἐμπορία commerce fem nom/voc pl ἐμπορίᾱͅ , ἐμπορία commerce fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμπορία — η (Α εμπορία και ιων. τ. έμπορίη) 1. εμπόριο (ιδίως μέσω τής θάλασσας), συναλλαγές, δοσοληψίες 2. η άσκηση τού εμπορικού επαγγέλματος, η τέχνη ή η εργασία τού εμπόρου αρχ. 1. εντολή, παραγγελία εμπορική 2. εμπόρευμα, πραμάτεια 3. στον πληθ.… … Dictionary of Greek
εμπορία — η 1. το εμπόριο. 2. το επάγγελμα και η τέχνη του εμπόρου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐμπορίας — ἐμπορίᾱς , ἐμπορία commerce fem acc pl ἐμπορίᾱς , ἐμπορία commerce fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἀμπόρι' — ἐμπόρια , ἐμπόρια trading station neut nom/voc/acc pl ἐμπόρια , ἐμπόριον trading station neut nom/voc/acc pl ἐμπόριε , ἐμπόριος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἀμπόρια — ἐμπόρια , ἐμπόρια trading station neut nom/voc/acc pl ἐμπόρια , ἐμπόριον trading station neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπορίαι — ἐμπορία commerce fem nom/voc pl ἐμπορίᾱͅ , ἐμπορία commerce fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπορίαν — ἐμπορίᾱν , ἐμπορία commerce fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωματεμπορία — Εμπορία του σώματος του ανθρώπου. Αγορά και πώληση ανθρώπων. Εκμετάλλευση γυναίκας ή και παιδιών. Με πρωτοβουλία της Γαλλίας έγινε τον Ιούλιο του 1902 διεθνής διάσκεψη στο Παρίσι, που σύνταξε το κείμενο σύμβασης για την καταδίωξη της σ. των… … Dictionary of Greek