-
1 εμπεδως
1) непоколебимо, стойко(μένειν Aesch.)
2) твердо, нерушимо(εἰρηκέναι λόγους Soph. - v. l. ἐμπέδους; μένειν ἐν ταῖς σπονδαῖς Polyb.)
3) твердо, уверенно(οἶδα Plat.)
См. также в других словарях:
εμπεδώς — ἐμπεδῶς και ἐμπεδέως (Α) επίρρ. διηνεκώς, διαρκώς … Dictionary of Greek
ἐμπεδῶς — ἐμπεδής adverbial (attic epic doric) ἐμπεδόω confirm pres ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐμπέδως — Ἔμπεδος masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπέδως — ἔμπεδος in the ground adverbial ἔμπεδος in the ground masc/fem acc pl (doric) ἐμπεδόω confirm imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμπεδέως — ἐμπεδέως (Α) επίρρ. βλ. εμπεδώς … Dictionary of Greek
επικλώθω — (Α ἐπικλώθω) [κλώθω]. 1. κλώθω, γνέθω 2. (για τις Μοίρες που κλώθουν το νήμα τής ζωής) προκαθορίζω, προαποφασίζω, προδιαγράφω («τοῡτο γὰρ λάχος διανταία Μοῑρ’ ἐπέκλωσεν ἐμπέδως ἔχειν», Αισχύλ.) 3. (για θεούς) δίνω, παρέχω, προσφέρω («ἀλλ’ οὔ μοι… … Dictionary of Greek