-
1 ἐμοὺς
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἐμοὺς
-
2 εξανεχω
1) выдаваться, подниматься, выситься(στήλη ἐξανέχουσα τύμβου Theocr.)
2) med. (fut. ἐξανέξομαι и ἐξανασχήσομαι, aor. 2 ἐξανεσχόμην и ἐξηνεσχόμην) выдерживать, выносить, терпетьοὖ λόγων ἄλγιστ΄ ἂν ἀνδρῶν ἐξανασχοίμην κλύων Soph. — чьи слова для меня невыносимее всех других;
ἢ τοὺς ἐμούς τις παῖδας ἐξανέξεται Φθίας τυράννους ὄντας ; Eur. — разве кто-л. допустит, чтобы мои дети царили во Фтии?;οὐκέτ΄ ἐξηνεσχόμην, ἀλλ΄ ἐξαράττω πολλοῖς κακοῖς Arph. — я не вытерпел и стал браниться -
3 επελπομαι
эп. ἐπιέλπομαι иметь (еще) надежду, надеяться Aesch. -
4 μυθος
ὅ1) речь, слово(ἔπος καὴ μ. Hom.)
μύθοισι κεκάσθαι Hom. — быть искусным в речах;ἔργῳ κοὐκέτι μύθῳ Aesch. — на деле, а уже не на словах (только)2) pl. разговор, беседа3) совет, указание(μῦθον ἀμείνονα νοῆσαι Hom.)
4) предмет обсуждения, вопросθεοῖσιν μῦθον ἐπιτρέψαι Hom. — передать вопрос богам, т.е. положиться на волю богов;
τὸν ὄντα δ΄ εἴσει μῦθον Eur. — ты узнаешь, в чем дело5) замысел, планμέ δέ πάντα;
ἐμοὺς ἐπιέλπεο μύθους εἰδήσειν Hom. — не надейся узнать все мои замыслы6) изречение, поговорка«δράσαντι παθεῖν», τριγέρων μ. τάδε φωνεῖ Aesch. «виновному (следует) страдать», вот что гласит древнейшее изречение
7) толки, слухὡς ὅ μ. ἔχει Eur. — как гласит молва
8) весть, известие(μ. παιδός Hom.; ἐμοὴ οὐδεὴς μ. ἵκετο Soph.)
9) рассказ, повесть, повествование(ὅ μ. ἀπολόμενος Plat.)
10) сказание, предание, миф(περὴ τῶν ἐν Ἅιδου Plat.)
11) сказка, басня(τοὺς μύθους λέγειν Plat.)
12) сюжет, фабула(ἔστιν δὲ τῆς πράξεως ὅ μ. ἥ μίμησις Arst.)
См. также в других словарях:
ἐμούς — ἐμός mine masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ИОСИФ ПЕСНОПИСЕЦ — [греч. ᾿Ιωσὴφ ὁ ὑμνογράφος] († ок. 886), прп. (пам. 4 апр.; пам. греч. 3 апр.). Житие И. П. было написано иером. Феофаном, учеником святого, сменившим его на посту игумена к польского монастыря ап. Варфоломея. Его отождествление с сицилийцем… … Православная энциклопедия
άμποτε — και άμποτες επιφών. (Μ ἄμποτε και ἄμποτες) είθε, μακάρι, ο Θεός να δώσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄν + ποτέ. Ο τ. απαντά για πρώτη φορά, και μάλιστα με ευχετική σημασία, ως σχόλιο (ἄμποτε ἴδοιμι) τού στίχου 971 τού Προμηθέα τού Αισχύλου «χλιδῶντας ὧδε τοὺς … Dictionary of Greek
δειπνώ — και δειπνάω (AM δειπνῶ, έω) [δείπνον] 1. τρώγω βραδινό (α. «στρώσε μας να δειπνήσουμε και πλάγιασε, παιδί μου», Αρ. Βαλαωρ. β. ἐδείπνησα μὲ τοὺς ἐμοὺς φίλους καὶ συγγενεῑς μου γ. «ἔπεσα εἰς ὕπνον, φίλε μου...» Λίβιστρος και Ροδ. δ. «ὁ δέ… … Dictionary of Greek
εκφαίνω — (AM ἐκφαίνω) φέρνω στο φως, φανερώνω, εκδηλώνω, αποκαλύπτω μσν. (με αιτ. προσ.) προβαίνω σε αποκαλύψεις σε βάρος κάποιου αρχ. 1. (για τα μάτια) αστράφτω, λάμπω («ἐν δὲ οἱ ὄσσε δεινὸν ἐξεφάανθεν» τα μάτια του έλαμψαν φοβερά, Όμηρ.) 2. παρουσιάζω… … Dictionary of Greek
ορσύνω — και πορσυνῶ, έω, και πορσαίνω, Α [πόρσω] 1. ετοιμάζω, προετοιμάζω, παρασκευάζω (α. «δαῑτα πορσύνοντες», Σοφ. β. καὶ παισὶ πόρσυν οἷα χρὴ καθ ἡμέραν», Ευρ.) γ) «οὓς μὲν ἂν ὁρῶσιν πορσύνοντας τὰ ἐπιτήδεια», Ξεν.) 2. προσφέρω, αφιερώνω («τρίτον… … Dictionary of Greek
προσκαθίστημι — Α [καθίστημι] 1. καθιστώ, διορίζω επί πλέον («προσκαθίστημι στρατηγόν», Διόδ.) 2. διευθετώ, τακτοποιώ επί πλέον 3. συγκαταριθμώ, συνυπολογίζω («ἐνόχους ἐν τούτῳ προσκατακτήσας καὶ τοὺς ἐμοὺς κληρονόμους», πάπ.) … Dictionary of Greek
συνοικώ — συνοικῶ, έω, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνοικῶ Α [σύνοικος] διαμένω στην ίδια κατοικία, συγκατοικώ αρχ. 1. (για λαούς) σχηματίζω κοινωνία («ἡλληνίσθησαν τὴν νῡν γλῶσσαν πρῶτον ἀπὸ τῶν Ἀμπρακιωτῶν ξυνοικησάντων», Θουκ.) 2. (για άνδρα και γυναίκα) ζω μαζί… … Dictionary of Greek
τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… … Dictionary of Greek
κἀμούς — ἀ̱μούς , ἁμός 1 masc acc pl ἐμούς , ἐμός mine masc acc pl ἀμούς , ἡμός masc acc pl (aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
АГУР — [евр. , ], имя предполагаемого автора 30 й гл. кн. Притчей Соломоновых, встречающееся в надписании этой главы: «Слова Агура, сына Иакеева. Вдохновенные изречения (евр. , ), которые сказал этот человек Ифиилу, Ифиилу и Укалу». В древности было… … Православная энциклопедия