Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ἐλπίδα+xx

  • 1 espoir

    ελπίδα

    Dictionnaire Français-Grec > espoir

  • 2 nadzieja

    ελπίδα

    Słownik polsko-grecki > nadzieja

  • 3 umut

    ελπίδα, προσδοκία, προοπτική

    Türkçe-Yunanca Sözlük > umut

  • 4 ümit

    ελπίδα, αναμονή

    Türkçe-Yunanca Sözlük > ümit

  • 5 надежда

    θ.
    ελπίδα, προσδοκία, απαντοχή, -ιά•

    тщетная надежда μάταια ελπίδα•

    обманчивая надежда απατηλή ελπίδα•

    льстить себя -ой βαυκαλίζομαι με την ελπίδα•

    питать -у τρέφω ελπίδα•

    возлагать -ы на... στηρίζω τις ελπίδες στον... στην... κλπ. нет никакой -ы δεν υπάρχει καμιά ελπίδα•

    он подат большие -ы αυτός παρέχει μεγάλες ελπίδες για το μέλλον (υπόσχεται πολλά)•

    последняя надежда η τελευταία ελπίδα.

    εκφρ.
    в -е – με την ελπίδα, ελπίζοντας.

    Большой русско-греческий словарь > надежда

  • 6 надежда

    надежд||а
    ж ἡ ἐλπίδα [-ίς], ἡ προσδοκία:
    возлаги́ть \надеждау на что-л. στηρίζω τίς ἐλπίδες μου κάπου· питать \надеждау τρέφω τήν ἐλπίδα· подавать \надеждаы ὑπόσχομαι πολλά· не оправдать надежд διαψεύδω τίς προσδοκίες· последняя \надежда ἡ τελευταία ἐλπίδα· в \надеждае μέ τήν ἐλπίδα πώς.., ἐλπίζοντας.

    Русско-новогреческий словарь > надежда

  • 7 hope

    [həup] 1. verb
    (to want something to happen and have some reason to believe that it will or might happen: He's very late, but we are still hoping he will come; I hope to be in London next month; We're hoping for some help from other people; It's unlikely that he'll come now, but we keep on hoping; `Do you think it will rain?' `I hope so/not'.) ελπίζω
    2. noun
    1) ((any reason or encouragement for) the state of feeling that what one wants will or might happen: He has lost all hope of becoming the president; He came to see me in the hope that I would help him; He has hopes of winning a scholarship; The rescuers said there was no hope of finding anyone alive in the mine.) ελπίδα
    2) (a person, thing etc that one is relying on for help etc: He's my last hope - there is no-one else I can ask.) ελπίδα,αποκούμπι
    3) (something hoped for: My hope is that he will get married and settle down soon.) ελπίδα
    - hopefulness
    - hopefully
    - hopeless
    - hopelessly
    - hopelessness
    - hope against hope
    - hope for the best
    - not have a hope
    - not a hope
    - raise someone's hopes

    English-Greek dictionary > hope

  • 8 отчаяться

    -аюсь, -аешься
    ρ.σ.
    1. απελπίζομαι, χάνω κάθε ελπίδα•

    отчаяться увидеться с родными χάνω κάθε ελπίδα να ιδωθώ με τους συγγενείς•

    отчаяться в спасении χάνω κάθε ελπίδα σωτηρίας.

    2. αποτολμώ, αποκοτώ, ριψοκινδυνεύω.

    Большой русско-греческий словарь > отчаяться

  • 9 чаяние

    ουδ.
    προσδοκία, ελπίδα, απαντοχή• πόθος•

    -я народа οι προσδοκίες του λαού.

    εκφρ.
    паче (сверх, против всякого) -я – παρ ελπίδα, παρά πάσαν ελπίδα ή προσδοκία, ανέλπιστα, ανεπάντεχα.

    Большой русско-греческий словарь > чаяние

  • 10 надежда

    надежда ж η ελπίδα· возлагать \надеждаы на кого-что-л. στηρίζω ελπίδες σε κάποιον, σε κάτι
    * * *
    ж
    η ελπίδα

    возлага́ть наде́жды на кого́-что́-л. — στηρίζω ελπίδες σε κάποιον, σε κάτ

    Русско-греческий словарь > надежда

  • 11 ожидание

    ожидание с 1) η προσμονή, η αναμονή 2) (надежда) η ελπίδα
    * * *
    с
    1) η προσμονή, η αναμονή
    2) ( надежда) η ελπίδα

    Русско-греческий словарь > ожидание

  • 12 шанс

    шанс м η τύχη, η ελπίδα· иметь \шансы на успех έχω ελπίδες να πετύχω
    * * *
    м
    η τύχη, η ελπίδα

    име́ть шансы на успе́х — έχω ελπίδες να πετύχω

    Русско-греческий словарь > шанс

  • 13 ожидание

    ουδ.
    1. αναμονή, εγκαρτέρηση.
    2. προσδοκία, προσμονή, απαντοχή•

    сверх всякого -я παρά πάσαν προσδοκίαν•

    в -ии εν αναμονή, περιμένοντας.

    3. ελπίδα•

    вопреки -ю παρ ελπίδα, απροσδόκητα.

    εκφρ.
    нетерпимое ожидание – αδημονία, ανυπομονησία.

    Большой русско-греческий словарь > ожидание

  • 14 шанс

    α.
    ελπίδα (πιθανότητα, δυνατότητα) επιτυχίας• συνθήκες•

    ни одного шанс καμία ελπίδα ή πιθανότητα•

    -ы на успех ελπίδες επιτυχίας•

    благоприятные -ы ευνοϊκές συνθήκες (επιτυχίας).

    || παλ. περίπτωση, περιστατικό.

    Большой русско-греческий словарь > шанс

  • 15 ожидание

    η αναμονή
    мат. η μαθηματική ελπίδα
    -ть αναμένω, περιμένω
    προσμένω, καρτερώ
    (надеяться) προσδοκώ, ελπίζω

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ожидание

  • 16 вселить

    вселить
    сов, вселять несов
    1. (поселять) ἐποικίζω, ἐγκαθιστώ, βάζω νά κατοικήσει·
    2. перен (внушать) ἐμπνέω, ἐμφυσῶ:
    \вселить надежду в кого-л. ἐμπνέω (или δίνω) ἐλπίδα σέ κάποιον \вселить в кого-л. уверенность ἐμπνέω πεποίθηση σέ κάποιον.

    Русско-новогреческий словарь > вселить

  • 17 есть

    есть I
    несов
    1. τρώγω:
    \есть за четверых разг τρώγω γιά δέκα·
    2. (выедать, разъедать) κατατρώγω, τρώγω (о ржавчине)! διαβιβρώσκω (о кислоте) / ἐρεθίζω, τσούζω (о дыме)· ◊ \есть поедо́м τρώγω κάποιον μέ τή γκρίνια μου· \есть глазами кого-л. τρώγω (κάποιον) μέ τά μάτια μου.
    есть II
    1. наст. вр. от быть 1.
    2. безл εἶναι, ἐχει, ὑπάρχει:
    в этой комнате \есть два окна αὐτό τό δωμάτιο ἔχει δύο παράθυρα· у меня \есть... (έγώ) ἔχω...· \есть надежда ὑπάρχει ἐλπίδα· ◊ что \есть силы μέ ὀλα μου τά δυνατά· так и \есть! ἔτσι εἶναι!, αὐτό εἶναι!
    есть III
    межд воен. разг μάλιστα!

    Русско-новогреческий словарь > есть

  • 18 жить

    жить
    несов ζῶ / διαμένω, κατοικώ (обитать):
    \жить зажиточно (скромно) ζω πλούσια (λιτά)1 \жить весело καλοπερνὤ \жить надеждой ζῶ μέ τήν ἐλπίδα· \жить в Москве ζῶ στή Μόσχα· \жить в деревне μένω στό χωριό· где вы живете? ποῦ μένετε;· я живу́ на пятом этаже μένω στό τέταρτο πάτωμα· ◊ жил-был (из сказки) μιά φορά κι ἕνα καιρό· \жить чужим умом δέν ἔχω δικιά μου γνώμη· \жить на широкую ногу ζῶ πλουσιοπάροχα· \жить припеваючи περνώ ζωή καί κότα, περνῶ ζωή χαρισάμενη· приказал долго \жить μᾶς ἀφησε χρόνους.

    Русско-новогреческий словарь > жить

  • 19 зародить

    зародить
    сов см. зарождать· \зародить надежду ξυπνάω ἐλπίδα \зародиться см. зарождаться· у него́ зародилось сомнение τοῦ γεννήθηκε ἀμφιβολία

    Русско-новогреческий словарь > зародить

  • 20 искра

    и́скр||а
    ж прям., перен ἡ σπίθα, ὁ σπινθήρ:
    \искра надежды ἡ ἀμυδρά ἐλπίδα· ◊ у меня \искраы из глаз посыпались είδα τόν οὐρανό σφοντύλι.

    Русско-новогреческий словарь > искра

См. также в других словарях:

  • ελπίδα — η (AM ἐλπίς) 1. η προσδοκία για κάτι καλό, το να περιμένει κανείς ότι κάτι ευχάριστο θα συμβεί (α. «δεν χάνω την ελπίδα μου» β. «έχω ελπίδες για κάτι» γ. «ῥαγεισῶν ἐλπίδων» αφού ναυάγησαν, δεν ευοδώθηκαν οι ελπίδες) 2. αυτός στον οποίο… …   Dictionary of Greek

  • ελπίδα — η 1. προσδοκία, προσμονή, απαντοχή, αναμονή επιθυμητού πράγματος. 2. το πράγμα το οποίο ελπίζει κανείς ή το πρόσωπο από το οποίο ελπίζει κάτι: Ο μοναχογιός του είναι η μοναδική του ελπίδα. 3. ως κύρ. όν., Ελπίδα όνομα γυναικών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐλπίδα — ἐλπίς hope fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Διαμερίσματα Ελπίδα — (Херсониссос,Греция) Категория отеля: Адрес: Ανάληψη, Analipsi, Херсониссос, 70 …   Каталог отелей

  • ἐλπίδ' — ἐλπίδα , ἐλπίς hope fem acc sg ἐλπίδι , ἐλπίς hope fem dat sg ἐλπίδε , ἐλπίς hope fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άελπτος — ἄελπτος, ον (Α) 1. ανέλπιστος, απροσδόκητος (για ευχάριστα ή δυσάρεστα γεγονότα) 2. αυτός για τον οποίο είναι κανείς απελπισμένος, έχει χάσει κάθε ελπίδα 3. αυτός που δεν αφήνει καμιά ελπίδα, απελπιστικός, απογοητευτικός 4. επίρρ. ἀέλπτως και (το …   Dictionary of Greek

  • εξπρεσιονισμός — Καλλιτεχνικό και λογοτεχνικό κίνημα. Εκδηλώθηκε στη Γερμανία από το 1910 έως το 1925 και αντιπροσωπεύει τη γερμανική παραλλαγή της μεγάλης ευρωπαϊκής επανάστασης της πρωτοπορίας. Τον όρο ε. χρησιμοποίησε πρώτη φορά το 1901 στη Γαλλία ο ζωγράφος… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • απελπίζω — (ΑΜ ἀπελπίζω) 1. χάνω την ελπίδα μου, απογοητεύομαι 2. κάνω κάποιον να χάσει την ελπίδα του αρχ. 1. ελπίζω ότι κάτι δεν θά συμβεί 2. περιμένω ανταπόδοση 3. ( ομαι) χάνω την ελπίδα μου …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»