-
1 ἐλλειπασμός
A f.l. for λοιπασμός (q.v.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐλλειπασμός
-
2 ἐλλειπής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐλλειπής
-
3 ἐλλειπόντως
ἐλλειπ-όντως, Adv.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐλλειπόντως
-
4 ἐλλειπτικός
A elliptic, defective,σχῆμα Eust.66.24
, cf. A.D.Conj.226.20: c.gen.,τῶν μορίων Id.Synt. 141.14
. Adv.- κῶς Phlp.in APr.316.30
, Eust.1080.17.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐλλειπτικός
-
5 ἐλλείπω
A leave in, μόνον.. ἐλλελειμμένον left in a race, S.El. 736; leave behind,οὐδ' ἐλλέλοιπας ἐλπίδα E.El. 609
;τοῖόν σφιν ἐνέλλιπε θέλκτρον ἀοιδῆς A.R.1.515
.2 leave out, leave undone, freq. with neg. Pron. neut.,μηδὲν ἐ. ὅσων χρὴ πονεῖν S.Aj. 1379
;οὐδὲν ἐλλείψουσι.. χειρουργίας Ar.Lys. 673
;λέγε μηδὲν ἐλλείπων Pl.Plt. 269c
, cf. Ti. 17b, X.Mem.4.3.17;ἐ. τι τῶν νομίμων Id.Cyr.1.2.14
; τοῦτ' αὐτὸ ἐ. Pl.Plt. 267c, cf.R. 362d; ἔνια, σμικρά, Id.Cra. 431c, 431d, etc.:—[voice] Pass., Id.Phlb. 18d;τῆς προθυμίας οὐδὲν ἐλλέλειπται Lys.12.99
;εὑρήσει οὐδὲν ἐλλειφθέν D.18.303
.b fail to pay, leave unpaid,ἐλλελοιπότες εἰσφοράν Id.24.172
, cf. Arist. Ath.48.1;τινὰ τῶν ὀψωνίων τοῖς μισθοφόροις Plb.4.60.2
.3 intr., fall short, fail, ;ἄτας οὐδὲν ἐλλείπει S.Ant. 584
(lyr.);ἤνπερ μὴ 'λλίπωσιν αἱ δίκαι Ar.Pl. 859
;ἐ. ἐν τῷ ἔργῳ Th.1.120
;τοῖς ἱππικοῖς Plb.15.3.5
; opp. περιγίγνεσθαι, Pl. Lg. 740d; opp. πλεονάζειν, Isoc.2.33; opp. ὑπερβάλλειν, Pl.Lg. 719d, Arist.EN 1108b18; fail in duty, X.HG7.5.8, Eq.8.5; τὸ ἐλλεῖπον [τῆς ἐπιστήμης] a deficiency of.., Th.6.69;τὸ ἐ. ἐκπληρώσατε X.Cyr.4.5.39
, etc.; to be too small, Id.Cyn.5.26; ἐλλείπων, ὁ, name of a throw of the dice, Eub.57.4.b Geom., fall short, χωρίῳ by an area, Pl.Men. 87a, cf. Euc.6.27, al.4 c. gen. rei, to be in want of, fall short of, lack,τὸν ἐλλείποντ' ἔτι ἥβης ἀκμαίας A.Th.10
; ἐ. [χρημάτων] Th.1.80;τῆς δόξης Id.2.61
;τὰ τῶν ἱκανῶν ἐλλείποντα X.Hier.4.8
; τὸ τίμημα ἐνέλιπε τῶν ἑξακισχιλίων διακοσίοις ταλάντοις fell short of the 6000 by 200, Plb.2.62.7; τοσοῦτον ἐλλείπει τοῦ λυπεῖσθαι so far does he fall short of feeling pain, Arist.EN 1108b5; πολλοῦ γε καὶ τοῦ παντὸς ἐλλείπω (sc. τοῦ ταρβεῖν) A.Pr. 961: with a neg., προθυμίας γὰρ οὐδὲν ἐλλείπεις ib. 341, cf. Pl.Ti. 20c; : impers., ἐλλείπει πωμάτων there is lack of drink, Id.Lg. 844b; οἷς ἂν τῆς γενέσεως ἐλλείπῃ ib. 740c;ὧν δ' ἐνέλειπε τῇ πόλει.. D.18.302
.5 c.gen.pers., to be inferior to, Pl.Alc.1.122c; ἐμπειρίᾳ μηδὲν ἐκείνων ἐ. Id.R. 484d: also c. gen. rei, τἀνθάδε τῶν ἐκεῖ ἐ. Id.Alc.1.122d.6 folld.by μή c.inf., τί γὰρ ἐ. μὴ παραπαίειν; in what does it fall short of madness? A.Pr. 1056 (anap.);οὐδὲν ἐλλείψω τὸ μὴ.. πυθέσθαι S.Tr.90
.7 c. part.,ὅτι ἄν τις ἐλλείπῃ λέγων Pl.Phdr. 272b
; οὐκ ἐλλείψει εὐχαριστῶν will not fail to give thanks, Decr. ap. D.18.92: abs., οἱ ἐλλείποντες defaulters, Id.22.44.8 of things, to be wanting or lacking to.., c.dat., X.Mem.2.1.8.II c. acc. pers., ἐλλείπει τινά τι something fails one, Plb.9.41.11;ἵνα μηδὲν αὐτὰς ἐλλείπῃ τῶν ἐπιτηδείων Id.10.18.11
.III [voice] Pass., to be surpassed,ἐλλείπεσθαι εὖ ποιῶν X.Mem.2.6.5
.2 to be wanting, fail, Id.Cyr.6.2.37, Eq.3.8, etc.; to be inferior, Pl.R. 484d: c. gen.,τινὸς εἰς σύνεσιν Id.Amat. 136a
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐλλείπω
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский