-
61 by all means
(yes, of course: If you want to use the telephone, by all means do.) φυσικά,ελεύθερα -
62 freely
1) (in a free manner: to give freely to charity; to speak freely.) ελεύθερα2) (willingly; readily: I freely admit it was my fault.) εκκούσια,ευχαρίστως((also freephone; American toll-free number) a telephone number of a business or an organization that can be used free of charge by their customers etc; the system giving this service.) δωρεάν τηλεφωνική γραμμή -
63 liberally
adverb (φιλ)ελεύθερα -
64 loosely
adverb χαλαρά, λάσκα: ελεύθερα: σκόρπια -
65 openly
adverb (frankly: She talked very openly about it.) ανοιχτά,ελεύθερα -
66 вольно
[βόλ'να] επίρ. ελεύθερα, (πολεμ.) ανάπαυση -
67 свободно
[σβαμπόντνα] επίρ. ελεύθερα -
68 свободомыслящий
[σβαμπσνταμύσλγιαστσιϊ] επ. ελεύθερα σκεπτόμενος -
69 ἐλεύθερος
a open, liberalτὺ δὲ σάφα νιν ἔχεις ἐλευθέρᾳ φρενὶ πεπαρεῖν P. 2.57
b free, in freedomΑἴγινα φίλα μᾶτερ, ἐλευθέρῳ στόλῳ πόλιν τάνδε κόμιζε P. 8.98
-
70 πεπαρεῖν
-
71 φρήν
a pl., midriffὁ καρτερὸς Αἴας ἔπαξε διὰ φρενῶν λευρὸν ξίφος N. 7.26
bI s., spirit, soul τίνα βάλλομεν ἐκ μαλθακᾶς αὖτε φρενὸς εὐκλέας ὀιστοὺς ἱέντες; O. 2.90 νέκταρ χυτόν, γλυκὺν καρπὸν φρενός (i. e. τὸν ὕμνον) O. 7.8ὀρθᾷ διακρίνειν φρενὶ δυσπαλές O. 8.24
ἀνάγνωτέ μοι Ἀρχεστράτου παῖδα, πόθι φρενὸς ἐμᾶς γέγραπται O. 10.2
ἐλευθέρᾳ φρενὶ P. 2.57
αἰδοιότατον γέρας τεᾷ τοῦτο μειγνύμενον φρενί (i. e. τίν, φρονίμῳ ὄντι, Fennel) P. 5.19ἀταρβεῖ φρενί P. 5.51
Μεσσανίου δὲ γέροντος δονηθεῖσα φρὴν βόασε παῖδα ὅν P. 6.36
γλυκεῖα δὲ φρὴν καὶ συμπόταισιν ὁμιλεῖν P. 6.52
πράσσει γὰρ ἔργῳ μὲν σθένος, βουλαῖσι δὲ φρήν (ὁ νοῦς Σ.) N. 1.27 ( ῥῆμα)ὅ τι κε σὺν Χαρίτων τύχᾳ γλῶσσα φρενὸς ἐξέλοι βαθείας N. 4.8
Ζεῦ πάτερ, τῶν μὰν ἔραται φρενί, σιγᾷ οἱ στόμα N. 10.29
“ἔα, φρήν, κυπάρισσον, ἔα δὲ νομὸν Περιδάιον Pae. 4.50
ἐκ φρεν[ός (supp. Snell) Πα. 7A. 5.καλάμῳ συνάγεν θρόον μήδεσί τε φρενὸς ὑμετέραν χάριν Pae. 9.37
οὐ γὰρ ἔσθ' ὅπως τὰ θεῶν βουλεύματ ἐρευνάσει βροτέᾳ φρενί fr. 61. 4. ] ασίᾳ φρενί fr. 173. 5. βροτεᾶν φρένα κράτιστον φρενῶν (sc. χρυσόν: conicias κέντρον, Snell) fr. 222. 3.II pl., wits, sensesδαμέντα φρένας ἱμέρῳ O. 1.41
ἀμφὶ δ' ἀνθρώπων φρασὶν ἀμπλακίαι κρέμανται O. 7.24
αἱ δὲ φρενῶν ταραχαὶ παρέπλαγξαν καὶ σοφόν O. 7.30
καὶ παρέλκει πραγμάτων ὀρθὸν ὁδὸν ἔξω φρενῶν (sc. λάθα) O. 7.47σάφα δαεὶς ἅ τε οἱ πατέρων ὀρθαὶ φρένες ἐξ ἀγαθῶν ἔχρεον O. 7.91
κουφότεραι γὰρ ἀπειράτων φρένες O. 8.61
κῆλα δὲ καὶ δαιμόνων θέλγει φρένας P. 1.12
μαινομέναις φρασὶν P. 2.26
ὁ δὲ Ῥαδάμανθυς εὖ πέπραγεν ὅτι φρενῶν ἔλαχε καρπὸν ἀμώμητον P. 2.73
ἀμπλακίαισι φρενῶν P. 3.13
θναταῖς φρασὶν (Boeckh: φρεσὶν codd.) P. 3.59τὸν δ' ἀμφέποντ αἰεὶ φρασὶν δαίμον ἀσκήσω P. 3.108
“ τῶν δ' ἐλάθοντο φρένες” P. 4.41 “ Πελίαν ἄθεμιν λευκαῖς πιθήσαντα φρασὶν” P. 4.109 “ ἐντὶ μὲν θνατῶν φρένες ὠκύτεραι κέρδος αἰνῆσαι” P. 4.139αὐτὰν ἐν φρασὶ καιομέναν P. 4.219
“ φόβῳ δ' οὐ κεχείμανται φρένες” P. 9.32καὶ γὰρ ἑτέροις ἑτέρων ἔρωτες ἔκνιξαν φρένας P. 10.60
οὐδέ μίν ποτε φόβος ἀνδροδάμας ἔπαυσεν ἀκμὰν φρενῶν N. 3.39
ἐν φρασὶ πάξαιθ' ὅπως σφίσι μὴ κοίρανος μόλοι N. 3.62
σύνεσιν οὐκ ἀποβλάπτει φρενῶν (sc. Μοῖρα) N. 7.60 πατρὶ δ' Ἀδράστοιο Λυγκεῖ τε φρενῶν καρπὸν εὐθείᾳ συνάρμοξεν δίκᾳ ( experience, Fennel) N. 10.12ὅτι φθονεραὶ θνατῶν φρένας ἀμφικρέμανται ἐλπίδες I. 2.43
εἴ τις ἀνδρῶν κατέχει φρασὶν αἰανῆ κόρον I. 3.2
πλαγίαις δὲ φρένεσσιν οὐχ ὁμῶς πάντα χρόνον θάλλων ὁμιλεῖ (sc. ὄλβος) I. 3.5 γλῶσσα δ' οὐκ ἔξω φρενῶν (i. e. his words are at one with his thoughts) I. 6.72 τυφλα[ὶ γὰ]ρ ἀνδρῶν φρένες Πα. 7B. 18. ἀέξονται φρένας ἀμπελίνοις τόξοις δαμέντες fr. 124. 11.c soul of the deadθανόντων μὲν ἐνθάδ' αὐτίκ ἀπάλαμνοι φρένες ποινὰς ἔτεισαν O. 2.58
d fragg. ]έναν φρε[ν (supp. Lobel) fr. 169. 22. ] λισφρασι[ P. Oxy. 1792, fr. 4. -
72 ἐλεύθερος
-α,-ον + A 8-2-4-4-10=28 Ex 21,2.5.26.27; Dt 15,12free Ex 21,2; honorable, noble Eccl 10,17; ἐλευθέρα free woman 1 Mc 2,11Cf. VYCICHL 1983, 42; →NIDNTT; TWNT -
73 вольно
[βόλ'να] επίρ ελεύθερα, (πολεμ) ανάπαυση -
74 свободно
[σβαμπόντνα] επίρ ελεύθερα -
75 свободомыслящий
[σβαμπσνταμύσλγιαστσιϊ] επ ελεύθερα σκεπτόμενος -
76 бегло
επίρ.φευγαλέα, γρήγορα, γοργά, ελεύθερα, απρόσκοπτα, ευχερώς. -
77 вздохнуть
-ну, -нешь, ρ.σ.1. βλ. вздыхать (1 σημ.).2. αναπαύομαι, ξεκουράζομαι•вздохнуть после беготни ξεκουράζομαι ύστερα από τα τρεξίματα.
εκφρ.вздохнуть свободно – αναπνέω ελεύθερα (είμαι πια ήσυχος). -
78 внеклассный
επ.εξωσχολικός• ελεύθερος, εκτός αναλυτικού προγράμματος•-ая работа η εξωσχολική εργασία•
-ое чтение ελεύθερα αναγνώσματα•
-ые занятия ελεύθερες ασχολίες ή μαθήματα.
-
79 вольготно
επίρ.ελεύθερα, άνετα. -
80 вольно
επίρ.1. ελεύθερα.2. ανάπαυση (παράγγελμα).
См. также в других словарях:
ἐλευθέρα — ἐλευθέρᾱ , ἐλεύθερος free fem nom/voc/acc dual ἐλευθέρᾱ , ἐλεύθερος free fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλευθέρᾳ — ἐλευθέρᾱͅ , ἐλεύθερος free fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλεύθερα — ἐλεύθερος free neut nom/voc/acc pl ἐλεύθερος free neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελεύθερα Γράμματα — Τίτλος εβδομαδιαίου και, αργότερα, δεκαπενθήμερου περιοδικού, που εκδιδόταν στην Αθήνα από το 1945 έως τις αρχές του 1950, με ενδιάμεσες διακοπές … Dictionary of Greek
κἀλεύθερ' — ἐλεύθερα , ἐλεύθερος free neut nom/voc/acc pl ἐλεύθερα , ἐλεύθερος free neut nom/voc/acc pl ἐλεύθερε , ἐλεύθερος free masc voc sg ἐλεύθερε , ἐλεύθερος free masc/fem voc sg ἐλεύθεραι , ἐλεύθερος free fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλευθέρας — ἐλευθέρᾱς , ἐλεύθερος free fem acc pl ἐλευθέρᾱς , ἐλεύθερος free fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐλευθεράς — Ἐλευθερά̱ς , Ἐλευθεραί fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλευθέραι — ἐλευθέρᾱͅ , ἐλεύθερος free fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλευθέραν — ἐλευθέρᾱν , ἐλεύθερος free fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
ηλιακό σύστημα — Ο Ήλιος και το σύνολο των ουράνιων σωμάτων, πλανητών, δορυφόρων, αστεροειδών, κομητών και μετεωριτών/μετεώρων που περιφέρονται γύρω από αυτόν σύμφωνα με τους νόμους της παγκόσμιας έλξης και τους νόμους του Κέπλερ. Μετά τις πρόσφατες όμως… … Dictionary of Greek