-
1 либеральничать
ρ.δ.1. παλ. ελευθεριάζω, φιλελευθερίζω.2. είμαι πολύ επιεικής ή ανεκτικός. -
2 разгулять
ρ.σ.μ.1. διασκεδάζω, ψυχαγωγώ.2. ξαγρυπνώ λέγοντας αστεία.1. αρχίζω τις διασκεδάσεις, τα γλέντια.2. ξανοίγομαι, ελευθεριαζω. || αφηνιάζω, αποχαλινώνομαι, κάνω στραπάτσα.3. ξαγρυπνώ διασκεδαζόμενος, ψυχαγωγούμενος.4. αιθριάζω, ξεκαθαρίζω, ξαστερώνω, καλοσυνεύω (για καιρό).
См. также в других словарях:
ἐλευθεριάζω — speak pres subj act 1st sg ἐλευθεριάζω speak pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελευθεριάζω — (AM ἐλευθεριάζω) νεοελλ. 1. μιλώ, ενεργώ ή συμπεριφέρομαι κατά τρόπο εντελώς ελεύθερο, παραβλέποντας ή περιφρονώντας ορισμένους κανόνες και συμβάσεις 2. συμπεριφέρομαι αντίθετα προς τα χρηστά ήθη μσν. απαλλάσσω κάποιον από κάτι αρχ. 1. μιλώ ή… … Dictionary of Greek
ελευθεριάζω — ελευθερίασα, αμτβ. 1. μιλώ ή ενεργώ υπερβολικά ελεύθερα, ξεπερνώ τα όρια. 2. ζω όχι σύμφωνα με τα χρηστά ήθη, ζω ακόλαστη ζωή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐλευθεριαζόντων — ἐλευθεριάζω speak pres part act masc/neut gen pl ἐλευθεριάζω speak pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλευθεριάζει — ἐλευθεριάζω speak pres ind mp 2nd sg ἐλευθεριάζω speak pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλευθεριάζομεν — ἐλευθεριάζω speak pres ind act 1st pl ἐλευθεριάζω speak imperf ind act 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλευθεριάζον — ἐλευθεριάζω speak pres part act masc voc sg ἐλευθεριάζω speak pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλευθεριάζοντα — ἐλευθεριάζω speak pres part act neut nom/voc/acc pl ἐλευθεριάζω speak pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλευθεριάζοντι — ἐλευθεριάζω speak pres part act masc/neut dat sg ἐλευθεριάζω speak pres ind act 3rd pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλευθεριάζουσι — ἐλευθεριάζω speak pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐλευθεριάζω speak pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλευθεριάζουσιν — ἐλευθεριάζω speak pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐλευθεριάζω speak pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)