-
101 масло
масл||ос1. (растительное, минеральное) τό λάδι, τό ἔλαιον:оливковое \масло τό ληόλαδο, τό ἐλαιόλαδο· подсолнечное \масло τό σπορέλαιο[ν]· пальмовое \масло τό φοινι-κόλαδο, τό φοινικέλαιον миндальное \масло τό ἀμυγδαλόλαδο, τό ἀμυγδέλαιο[ν]· ореховое \масло τό καρυδέλαιο[ν]· розовое \масло τό ροδέλαιο[ν]· машинное \масло τό λαδί τής μηχανής, τό μηχανέλαιο, τό γράσο· эфирные \маслоа αἰθέρια ἐλαία·2. (коровье) τό βούτυρο[ν]:сливочное \масло τό φρέσκο βούτυρο· сбивать \масло κτυπώ (или δέρνω) τό γάλα· топленое \масло τό λυωμένο (или тб μαγειρικό) βούτυρο·3. жив. τό λάδι:писать \маслоом ἐλαιογραφώ, ζωγραφίζω μέ λάδι· картина, написанная \маслоом ἡ ἐλαιογραφία (или ὁ πίνακας) ζωγραφισμένος μέ λάδι, τό λάδι· ◊ подливать \маслоλ в огонь разг χύνω λάδι στή φωτιά· кататься как сыр в \маслое разг περνώ ζωή καί κότα, περνώ κοτσάνι· все идет как по \маслоу разг ἡ δουλειά πάει καλά, ἡ δουλειά πάει φίνα. -
102 эфирный
эфирныйприл в разн. знач. αἰθέριος:\эфирныйные масла τα αίθέρια ἔλαια· \эфирныйное создание ирон. ἡ αίθέρια ὕπαρξη, ἡ αίθέρια καλλονή. -
103 αιθέριος
-
104 πτητικός
-
105 Ελαίαι
-
106 Ἐλαίαι
-
107 Ελαίαν
-
108 Ἐλαίαν
-
109 ελαίαι
-
110 ἐλαῖαι
-
111 ελαιών
ἐλαίαolive-tree: fem gen plἐλαίζωcultivate olives: fut part act masc nom sg (attic epic doric)ἐλαιάωpres part act masc voc sgἐλαιάωpres part act neut nom /voc /acc sgἐλαιάωpres part act masc nom sg (attic epic ionic)ἐλαιόωoil: pres part act masc voc sg (doric aeolic)ἐλαιόωoil: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)ἐλαιόωoil: pres part act masc nom sgἐλαιόωoil: pres inf act (doric) -
112 ἐλαιῶν
ἐλαίαolive-tree: fem gen plἐλαίζωcultivate olives: fut part act masc nom sg (attic epic doric)ἐλαιάωpres part act masc voc sgἐλαιάωpres part act neut nom /voc /acc sgἐλαιάωpres part act masc nom sg (attic epic ionic)ἐλαιόωoil: pres part act masc voc sg (doric aeolic)ἐλαιόωoil: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)ἐλαιόωoil: pres part act masc nom sgἐλαιόωoil: pres inf act (doric) -
113 ελαιέων
ἐλαίαolive-tree: fem gen pl (epic ionic)ἐλαίζωcultivate olives: fut part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) -
114 ἐλαιέων
ἐλαίαolive-tree: fem gen pl (epic ionic)ἐλαίζωcultivate olives: fut part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) -
115 ελαίαις
-
116 ἐλαίαις
-
117 ελαίην
-
118 ἐλαίην
-
119 ελαίης
ἐλαίαolive-tree: fem gen sg (epic ionic)ἐλαιάωimperf ind act 2nd sg (doric)ἐλαύνωdrive: pres opt act 2nd sg (epic) -
120 ἐλαίης
ἐλαίαolive-tree: fem gen sg (epic ionic)ἐλαιάωimperf ind act 2nd sg (doric)ἐλαύνωdrive: pres opt act 2nd sg (epic)
См. также в других словарях:
ἐλαία — ἐλαίᾱ , ἐλαία olive tree fem nom/voc/acc dual ἐλαίᾱ , ἐλαία olive tree fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἐλαίᾱ , ἐλαιάω pres imperat act 2nd sg ἐλαίᾱ , ἐλαιάω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐλαία — Ἐλαίᾱ , Ἐλαίη fem nom/voc/acc dual Ἐλαίᾱ , Ἐλαίη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλαίᾳ — ἐλαίᾱͅ , ἐλαία olive tree fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐλαίᾳ — Ἐλαίᾱͅ , Ἐλαίη fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελαία — Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Παραλιακή πόλη στην Αιολίδα της Μικράς Ασίας. Σύμφωνα με την παράδοση, η πόλη υπήρξε αποικία των Αθηναίων, την οποία ίδρυσαν κατά την επιστροφή τους από τον Τρωικό πόλεμο, με πρώτο οικιστή τον Μενεσθέα. Βρισκόταν κοντά … Dictionary of Greek
ἐλαιᾷ — ἐλαιάω pres subj mp 2nd sg ἐλαιάω pres ind mp 2nd sg (epic) ἐλαιάω pres subj act 3rd sg ἐλαιάω pres ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔλαια — ἔλαιον olive oil neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλαίας — ἐλαίᾱς , ἐλαία olive tree fem acc pl ἐλαίᾱς , ἐλαία olive tree fem gen sg (attic doric aeolic) ἐλαίᾱς , ἐλαιάω imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλαίαν — ἐλαίᾱν , ἐλαία olive tree fem acc sg (attic doric aeolic) ἐλαίᾱν , ἐλαιάω imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἐλαίᾱν , ἐλαιάω imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηπατέλαια — Έλαια που έχουν μεγάλη περιεκτικότητα σε βιταμίνες. Τα η. χρησιμοποιούνται στη θεραπευτική ιατρική και λαμβάνονται από το συκώτι ορισμένων ψαριών της οικογένειας του γάδου (μουρούνας). Βλ. λ. μουρουνέλαιο. * * * τα (βιοχ.) έλαια μεγάλης… … Dictionary of Greek
ἐλαιᾶν — ἐλαία olive tree fem gen pl (doric aeolic) ἐλαιάω pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἐλαιάω pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἐλαιάω pres part act masc nom sg (doric aeolic) ἐλαιᾶ̱ν , ἐλαιάω pres inf act (epic doric) ἐλαιάω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)