-
1 λευκαινω
1) делать белым, белить(τὰ ἱμάτια NT.)
2) покрывать белой пеной, пенить(ὕδωρ ἐλάτῃσι Hom.; ῥόθια κώπαις Eur.)
3) покрывать сединой(ὅ λευκαίνων χρόνος Theocr.)
; pass. белеть, седеть(λευκαίνονται τρίχες Arst.)
4) (о свете, сиянии) распространять, испускать(τὸ φῶς Eur.)
5) белеть, бледнеть(ἃ δ΄ ἀπολείπει τὸ αἷμα, λευκαίνει Arst.)
См. также в других словарях:
ἐλάτῃσι — ἐλάτη silver fir fem dat pl (epic ionic) ἐλάτης masc dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακεδνός — μακεδνός, ή, όν (Α) 1. μακρύς, ψηλός («ἐλάτῃσι μακεδναῑς», Νίκ.) 2. δωρικός («Δωρικόν τε καὶ Μακεδνὸν ἔθνος», Ηρόδ.) 3. (κατά τον Ησύχ.) «μακεδνὰ σκῡλα τὰ οὐράνια καὶ μεγάλα, ἢ ὅ,τι τρόπαια μετέωρα ἵσταται». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μακ εδνός ανάγεται στην… … Dictionary of Greek