-
1 ελάττωμα
-
2 ἐλάττωμα
-
3 ἐλάττωμα
ἐλάττωμα, ατος, τό (Polyb., Dionys. Hal.; Diod S 11, 62, 2; 12, 4, 4; Vett. Val. 265, 5; Philostrat., Vi. Apoll. 8, 7 p. 310, 31; ins; PTebt 97, 1 [118 B.C.]; BGU 1060, 26; LXX; TestJos 17:2; Jos., C. Ap. 1, 256; Ar. 7:3; Tat. 11:1) pert. to deficiency in quality, defect Hs 9, 9, 6.—DELG s.v. ἐλαχύς. -
4 ελάττωμα
το недостаток, дефект, недочёт; порок, изъян -
5 ελάττωμα
[элаттома] ουσ. о. недостаток, дефект,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ελάττωμα
-
6 ἐλάττωμα
-ατος + τό N 3 0-0-0-0-2=2 2 Mc 11,13; Sir 19,28loss, defect -
7 ελάττωμα
[элаттома] ουσ ο недостаток, дефект. -
8 ελάττωμα
el vici, el defalt -
9 ἐλάττωμα
A inferiority, disadvantage, D.18.237, Phld.Rh.2.29S.;ἐ. ποιεῖν Plb.6.16.3
.3 defect,κατὰ τὴν ὄψιν D.H.5.23
;περὶ τὴν λέξιν Id.Th.35
; τὰ τῶν παιδικῶν ἐ. Chor.inRh.Mus.49.510; δωματικὰ ἐ. Hierocl.p.49A., cf. Phld.Ir.p.52 W., al., Iamb.Protr.20 (v. ἐλάσσωμα).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐλάττωμα
-
10 ελάττωμα
kusurlu, özürlü -
11 ελάττωμα
défaut -
12 ελάττωμα
1) błąd (m) rzecz.2) brak (m) rzecz.3) defekt (m) rzecz.4) feler (m) rzecz.5) niedostatek (m) rzecz.6) omyłka (f) rzecz.7) skaza (f) rzecz.8) usterka (f) rzecz.9) wada (f) rzecz. -
13 ελάττωμα
1) chyba2) defekt3) kaz4) nedostatek5) porucha6) vada7) závada -
14 ελάττωμα
1) defect2) failing3) fault4) shortcomingΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ελάττωμα
-
15 sakamet
ελάττωμα -
16 défaut
ελάττωμα -
17 defekt
ελάττωμα -
18 kaz
ελάττωμα -
19 závada
ελάττωμα -
20 failing
ελάττωμα
См. также в других словарях:
ἐλάττωμα — inferiority neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελάττωμα — το (AM ἐλάττωμα) 1. μειονέκτημα 2. μειονέκτημα, σωματική ατέλεια («σωματικό ελάττωμα», «ἐλάττωμα περὶ τὴν ὄψιν», «ἐλάττωμα περὶ τὴν λέξιν») 3. μειονέκτημα, ψυχική ή ηθική κατωτερότητα («το ελάττωμα τής κλεπτομανίας», «τὰ τῶν παιδικῶν ἐλαττώματα») … Dictionary of Greek
ελάττωμα — το, ατος 1. ό,τι είναι κατώτερο από αυτό που πρέπει, μειονέκτημα σωματικό ή πνευματικό, κουσούρι. 2. (για άψυχα), έλλειψη, που έχει ως επακόλουθο πλημμελή λειτουργία του πράγματος: Το σπίτι έχει το ελάττωμα να μην έχει καλοριφέρ. 3. εκδήλωση ή… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ελάττωμα δέκτη — Ελάττωμα σε έναν δέκτη το οποίο εμποδίζει τη χημική ουσία, η οποία κανονικά συνδέεται με αυτόν, να εκδηλώσει το αποτέλεσμά της … Dictionary of Greek
ἐλάττωμ' — ἐλάττωμα , ἐλάττωμα inferiority neut nom/voc/acc sg ἐλάσσωμι , ἐλαύνω drive aor subj act 1st sg (epic) ἐλάσσωμαι , ἐλαύνω drive aor subj mid 1st sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλαττωμάτων — ἐλάττωμα inferiority neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλαττώμασι — ἐλάττωμα inferiority neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλαττώμασιν — ἐλάττωμα inferiority neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλαττώματα — ἐλάττωμα inferiority neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλαττώματι — ἐλάττωμα inferiority neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλαττώματος — ἐλάττωμα inferiority neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)