-
101 ἀλλοφανής
ἀλλο-φανής, anders erscheinend, verschieden -
102 ἀμαυροφανής
-
103 ἀμφιφανής
ἀμφι-φανής, ringsum sichtbar, bekannt -
104 ἀνθρωποφανής
ἀνθρωπο-φανής, als Mensch erscheinend, Menschen ähnlich -
105 ἀπροφανής
ἀ-προ-φανής, unvorhergesehen, unvermutet -
106 ἀῤῥενοφανής
-
107 ἀρτιφανής
-
108 ἀσυμφανής
-
109 ἀφανής
ἀ-φανής, unsicher, dunkel; verborgen; heimlich; unbemerkt; vermißt; verschwunden, fortgegangen. Adv. ἀφανῶς, auch ἐκ τοῦ ἀφανοῠς, heimlich. Auch: unberühmt, unangesehen -
110 γαιοφανής
γαιο-φανής, wie die Erde erscheinend, erdfarbig -
111 γεωφανής
γεω-φανής, wie Erde aussehend; wo Erde sich zeigt, gegraben wird -
112 δηλοφανής
δηλο-φανής, ές, sichtbar erscheinend -
113 δημοφανής
δημο-φανής u. δημό-φαντος, ές, volkskundig -
114 δημόφαντος
δημο-φανής u. δημό-φαντος, ές, volkskundig -
115 διαφανής
-
116 δουλοφανής
δουλο-φανής, ές, wie ein Knecht erscheinend, von sklavischem Ansehen -
117 δυςφανής
-
118 εἰδωλοφανής
εἰδωλο-φανής, ές, wie ein Bild erscheinend -
119 ἐκφανής
-
120 ἐλεφαντοφανής
ἐλεφαντο-φανής, ές, wie ein Elephant erscheinend
См. также в других словарях:
Φάνης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάνης — fem nom sg φαίνω A ren. aor ind pass 2nd sg (homeric ionic) φανάω pres ind act 2nd sg φανάω imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φάνῃς — Φάνης masc dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φάνης — I Ονομασία του Δημιουργού Έρωτα στην Ορφική θεογονία. Ήταν ένας πρωτόγονος θεός που ξεπήδησε από το αβγό του κόσμου, το οποίο γέννησε η Νυξ. Στις Ορφικές Ραψωδίες, που διασώθηκαν από τον Ιερώνυμο και τον Ελλάνικο, ο Χρόνος αναφέρεται ως αιτία των … Dictionary of Greek
φανῆς — φαίνω A ren. fut ind act 2nd sg (doric) φανάω pres ind act 2nd sg (doric) φανάω pres ind act 2nd sg (epic doric ionic) φανή torch fem gen sg (attic epic ionic) φᾱνῆς , φανός 1 shining fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φανῇς — Φάνη fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φανῇς — φαίνω A ren. aor subj pass 2nd sg φανάω pres subj act 2nd sg (doric) φανάω pres ind act 2nd sg (doric) φανάω pres subj act 2nd sg (epic ionic) φανή torch fem dat pl (epic) φᾱνῇς , φανός 1 shining fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάνῃς — φαίνω A ren. aor subj act 2nd sg φά̱νῃς , φαίνω A ren. aor subj act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κακριδής, Φάνης — (Αθήνα 1933 –). Φιλόλογος και καθηγητής πανεπιστημίου, γιος του Ιωάννη Κακριδή (βλ. λ.). Μετά τις σπουδές του στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στον τομέα της κλασικής φιλολογίας στα πανεπιστήμια… … Dictionary of Greek
Μιχαλόπουλος, Φάνης — (Αθήνα 1895 – 1960). Δημοσιογράφος και συγγραφέας. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, αλλά εμφανίστηκε στον κόσμο των γραμμάτων ως ποιητής και λογοτέχνης, δημοσιεύοντας ποιήματα και φιλολογικές μελέτες σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά,… … Dictionary of Greek
φανῆις — φανῇς , φαίνω A ren. aor subj pass 2nd sg φανῇς , φανάω pres subj act 2nd sg (doric) φανῇς , φανάω pres ind act 2nd sg (doric) φανῇς , φανάω pres subj act 2nd sg (epic ionic) φανῇς , φανή torch fem dat pl (epic) φᾱνῇς , φανός 1 shining fem dat… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)