-
121 στέψεν
στέψε̄ν, στέφωput round: fut inf act (epic doric)στέφωput round: aor ind act 3rd sg (homeric ionic) -
122 венчать
παθ. μτχ. παρλθ. χρ. венчанный, βρ: -чан, -а, -о и. παλ. венчанный, βρ: -чан, -а, -о, ρ.δ.μ.1. στέφω, ενθρονίζω.2. στεφανώνω με εκκλσ. τελετή, συζευγνύω.3. εκτελώ με επιτυχία•успех -ет мои старания επιτυχία στεφανώνει τις προσπάθειες μου.
εκφρ.на царство – στέφω βασιλιά.στέφομαι, χρίζομαι• στεφανώνομαι κλπ. ρ. ενργ. φ.εκφρ.венчать на царство – στέφομαι τσάρος, βασιλιάς. -
123 στέφος
-
124 αναστεφω
1) увенчивать, венчать(τὸν κρᾶτά τινος Eur.; τοὺς νικῶντας σελίνοις Plut.)
2) увивать, обвивать(τὰς θύρας δάφνη Plut.)
κλάδος ἐλαίας ἐρίῳ ἀνεστεμμένος Plut. — масличная ветвь, перевитая шерстью -
125 εκστεφω
украшать венкамиἱκτηρίοις κλάδοισιν ἐξεστεμμένοι Soph. — увенчанные молящими ветвями, т.е. несущие в знак мольбы (обвитые шерстяными нитями) ветви -
126 επιστεφω
наливать, литьχοάς τινι ἐ. Soph. — совершать возлияния в чью-л. честь или кому-л.;
med. — наполнять до краев (κρητῆρας ποτοῖο Hom.) -
127 καταστεφω
1) увенчивать, обвивать гирляндами(ῥόδοις κάρηνα Anacr.; ἔλαφον Plut.)
2) ( в знак мольбы) украшать масличными ветвями (перевитыми белой шерстью)(βωμόν Eur.)
κλάδος τῆς ἱερᾶς ἐλαίας ἐρίῳ λευκῷ κατεστεμμένος Plut. — ветвь священной маслины, увитая белой шерстью3) умолять, молить о защите(τινὰ χεροῖν Eur.)
4) украшать цветами, обряжать(νεκρόν Eur.)
-
128 περιστεφω
См. также в других словарях:
στέφω — put round pres subj act 1st sg στέφω put round pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέφω — στέφω, έστεψα βλ. πίν. 13 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
στέφω — ΝΜΑ, και στέπτω Α περιβάλλω κάποιον ή κάτι με στέφανο, στεφανώνω νεοελλ. 1. επιθέτω το στέμμα στην κεφαλή ηγεμόνα που μόλις ανήλθε στον θρόνο, τελώ την επίσημη τελετή τής ανάρρησης ηγεμόνα στον θρόνο («ο Ναπολέων στέφθηκε αυτοκράτορας το 1804») 2 … Dictionary of Greek
στέφω — έστεψα, στέφθηκα, εστεμμένος 1. βάζω στεφάνι στο κεφάλι κάποιου, περιβάλλω με στεφάνι: Έστεψαν τις προτομές των ηρώων. 2. εγκαθιστώ κάποιον στο θρόνο, θέτω το στέμμα: Στέφθηκε από τον πατριάρχη αυτοκράτορας του Βυζαντίου. 3. θέτω το γαμήλιο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στέφον — στέφω put round pres part act masc voc sg στέφω put round pres part act neut nom/voc/acc sg στέφω put round imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) στέφω put round imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέφετε — στέφω put round pres imperat act 2nd pl στέφω put round pres ind act 2nd pl στέφω put round imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέφῃ — στέφω put round pres subj mp 2nd sg στέφω put round pres ind mp 2nd sg στέφω put round pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέψαι — στέφω put round aor imperat mid 2nd sg στέφω put round aor inf act στέψαῑ , στέφω put round aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέψει — στέφω put round aor subj act 3rd sg (epic) στέφω put round fut ind mid 2nd sg στέφω put round fut ind act 3rd sg στέψις wreathing fem nom/voc/acc dual (attic epic) στέψεϊ , στέψις wreathing fem dat sg (epic) στέψις wreathing fem dat sg (attic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέψον — στέφω put round aor imperat act 2nd sg στέφω put round fut part act masc voc sg στέφω put round fut part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέψουσι — στέφω put round aor subj act 3rd pl (epic) στέφω put round fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) στέφω put round fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)