-
1 расплющить
-щу, -щишьρ.σ.μ.1. πλατύνω με πίεση ή χτυπήματα• πλακουτσώνω•расплющить голов— ку заклпки πλατύνω το κεφάλι του πριτσι-νιού.
2. συνθλίβω, σπάζω•расплющить орех σπάζω το καρύδι.
|| συμπιέζω, πατικώνω.πλατύ-νομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
2 уширить
-рю, -ришьρ.σ.μ.πλατύνω, ευρύνω, φαρδύνω.ευρύνομαι, πλατύνω, φαρδύνω•уширить юбку φαρδαίνω τη φούστα.
-
3 импульс
1. (механический) η ώση, η ώθηση, η ορμή, η ποσότητα της κίνησης- ракетного двигателя удельный η (καθαρή) ώση του πυραυλοκινητήρα (Ν x sec. kg)2. (волновой) о παλμ/ός, η κίνησηгасящий (тлв.) - σβέσηςединичный (вид испытательного сигнала в системах автоматического управления) - μονός -зондирующий (рлк) - ερεύνης/έρευναςкомандный(рлк.) - ελέγχουмешающий (тлв) - περιττός -, τοεμπόδιοпороговый - οριακός/χαμηλός -прямой - (рлк.) ευθύς/κύριος -стирающий «<■ σβέσηςуправляющий - ελέγχου/χειρισμού- электромагнитного поля - του ηλεκτρικού πεδίου, ηλεκτρομαγνητικός -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > импульс
-
4 расплющивать
1. (делать плоским) δια-πλατύνω, πλαταίνω, καθιστώ πεπλατυ-σμένο/επίπεδο 2. (раздавливать) λιώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > расплющивать
-
5 приплюсиуть
приплюсиу||тьсов πλατύνω, πιττακώνω. -
6 расширить
расширитьсов, расширять несов εὐρύνω, πλαταίν», πλατύνω, φαρδαίνω, ἐπεκτείνω / μεγαλώνω (увеличивать):\расширить дорогу πλαταίνω τόν δρόμο· \расширить зрачки γουρλώνω τά μάτια· \расширить границы ἐπεκτείνω τά σύνορα· \расширить сферу влияния μεγαλώνω τήν σφαίρα ἐπιρροής μου· \расширить промышленное производство εὐρύνω τήν βιομηχανική παραγωγή· \расширить кругозор εὐρύνω τόν πνευματικό ὁρίζοντα. -
7 сплющивать
сплющиватьнесов, сплющить сов συμπιέζω, πατηκώνω, πλατύνω. -
8 выбить
-бью, -бьешь, προστκ. выбей ρ.σ.μ.1. σπάζω, θραύω•выбить стекло σπάζω το τζάμι•
выбить дверь σπάζω την πόρτα•
выбить зуб σπάζω το δόντι.
|| εκβάλλω, βγάζω, εκδιώκω•выбить врага из окопов βγάζω τον εχθρό από τα χαρακώματα.
2. ξεσκονίζω χτυπώντας•выбить ковер ξεσκονίζω το χαλί με χτυπήματα.
3. καταστρέφω, χαλνώ•рожь -та градом η βρίζα χάλασε από το χαλάζι,
4. βαθουλώνω, κάνω λακκούβα χτυπώντας• κόβω, βγάζω ανάγλυφο (κέρματα, μετάλλια κ.τ.τ.).5. πλατύνω, εκλεπτύνω σφυρηλατώντας,εκφρ.выбить дорогу – ανοίγω δρόμο (με τη συχνή διάβαση οχημάτων).1. διεξέρχομαι,βγαίνω διασχίζοντας, διασχίζω. || απαλλάσσομαι•выбить из нищеты βγαίνω από τη φτώχεια•
выбить из долгов ξεχρεώνομαι.
2. βγαίνω, εξέρχομαι στην επιφάνεια, αναφαίνομαι (για νερό, φωτιά, φύτρες κ.τ.τ.).εξέχω•волосы -лись из-под шляпы τα μαλλιά βγήκαν κάτω από το καπέλλο.
εκφρ.выбить в люди – βγαίνω στην κοινωνία (αποκτώ κοινωνική πείρα). выбить на дорогу ευδοκιώ, προκόβω στην κοινωνία•выбить из графика ή расписания – παραβιάζω το δρομολόγιο•выбить из сил – αποκάμνω, κατεξαντλούμαι. -
9 приплюснуть
ρ.σ. πλατύνω, κάνω τι πλακε-ρό, πλακέ, πιττακώνω, πλακουτσώνω. -
10 разбить
разобью, разобьшь, προστκ. разбей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разбитый, βρ: -бит, -а, -оρ.σ.μ.1. σπάζω, θραύω, τσακίζω•разбить камень σπάζω πέτρα•
разбить тарелку σπάζω πιάτο•
в дребезги θρυμματίζω, κάνω κομμάτια.
|| μτφ. προξενώ μεγάλο άλγος•разбить сердце, душу συντρίβω την καρδιά, την ψυχή.
|| μτφ. χαλνώ, χαντακώνω, καταστρέφω.2. χτυπώ δυνατά•разбить голову σπάζω το κεφάλι•
разбить нос в кровь χτυπώ δυνατά στη μύτη μέχρι αίμα.
3. χαλνώ, αχρηστεύω. || κουνώ, τραντάζω.4. νικώ κατά κράτος, κατανικώ, συντρίβω. || καταπολεμώ, ανατρέπω (για επιχειρήματα, γνώμες κ.τ.τ.).5. χωρίζω, διαμελίζω• κατατεμαχίζω, κατατέμνω, κατακομματ ιάζω. || κατανέμω, διαμοιράζω, χωρίζω• διανέμω•нас -ли на четыре отряда μας κατένειμαν σε τέσσερα τμήματα.
|| αλλάζω, κάνω ψιλά, λιανά, -νώματα• χαλνώ•-ейте мне десять рублей αλλάξτε μου δεηα ρούβλια.
|| χωρίζω, διαζευγνύω (αντρόγυνο κ.τ.τ.).6. χαράσσω, σχεδιάζω, οροθετώ, βάζω όρια, σημάδια (για δρόμο, φύτευση κ.τ.τ.).7. στήνω, εγκατασταινω• μπήγω (για αντίσκηνα, κατασκήνωση κ.τ.τ.).8. χωρίζω με διαστήματα.9. χτυπώ, πλατύνω, σφυρηλατώ, σφυροκοπώ.10. (ιατρ.) προσβάλλω•отец был разбит парали-цом ο πατέρας έπαθε παράλυση.
1. θραύομαι, σπάζω, τσακίζομαι• θλώμαι•стакан упал и разбился το ποτήρι έπεσε και έσπασε•
разбить в дребезги καταθρυμματιζομαι, γίνομαι θρύψαλα, συντρίβομαι.
2. μτφ. καταστρέφομαι•жизнь -лась η ζωή έγινα συντρίμμια.
3. χτυπώ δυνατά, καταχτυπιέμαι•упал с лошади и -лся έπεσε από το άλογο και καταχτυπήθηκε.
4. χαλνώ, αχρηστεύομαι, ζεχαρβαλιάζω (από τα τραντάγματα)•телега в дороге -лась το αμάξι ζεχαρβάλιασε στο δρόμο.
5. χωρίζομαι, διαμοιράζομαι, κατανέμομαι, κομματιάζομαι. || χωρίζω, διαζευγνύομαι• παίρνω διαζύγιο. -
11 расклепать
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. расклпанный, βρ: • -пан, -а, -о.1. ξεπριτσι-νώνω, ξετζαβετάρω• αποσυνδέω.2. πλατύνω με σφυρηλάτηση.ξεπρ ιτσινώνομαι, αποσυνδέομαι, ξεσυνδέομαι. -
12 расковать
ρ.σ.μ.1. ξεπεταλώνω, ξεκαλιγώ-νω.2. αποδεσμεύω, απελευθερώνω.3. πλατύνω με σφυρηλάτηση.1. ξεπεταλώνομαι, ξε-καλιγώνομαι.2. αποδεσμεύομαι, λευτερώνομαι από τα δεσμά. -
13 расколотить
-лочу, -лотишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. расколоченный, βρ: -чен, -а, -о, - ρ.σ.μ.1. σπάζω, θραύω, τσακίζω•расколотить ящик σπάζω το κιβώτιο•
расколотить камень σπάζω την πέτρα•
расколотить тарелку σπάζω το πιάτο.
|| πλατύνω με σφυρηλάτηση.2. χτυπώ δυνατά•он -ил лоб αυτός χτύπησε δυνατά στο μέτωπο.
3. μτφ. (απλ.) συντρίβω, τσακίζω•расколотить неприятеля τσακίζω τον εχθρό.
1. σπάζω, θραύομαι• τσακίζομαι.2. απλώνω, τεντώνω, ευρύνομαι•сапоги -лись οι μπότες άνοιξαν.
-
14 распластать
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. распластанный βρ: -тан, -а, -с.1. κόβω,χωρίζω, βγάζω κατά στρώματα, κατά φέτες.2. ελασματοποιώ, πλατύνω (με πίεση).3. επιθέτω, απιθώνω• ακουμπώ γερά• κολλώ. || μτφ. απλώνω, ανοίγω (τις φτερούγες),ακουμπώ, στρώνομαι, ράβομαι, εφάπτομαι•раздался взрыв снаряда и солдаты мигом -лись на земле έγινε έκρηξη του βλήματος και οι στρατιώτες ξάπλωσαν (ράφτηκαν) μονομιάς στη γη. -
15 расширить
-рю, -ришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. расширенный, βρ: -рен, -а, -оρ.σ.μ.1. ευρύνω, φαρδύνω, πλατύνω• διευρύνω•расширить улицу διευρύνω την οδό•
расширить проход φαρδύνω τη διάβαση•
расширить отверстие διευρύνω την οπή•
расширить платье в талии φαρδύνω το φόρεμα στη μέση.
2. αυξαίνω, μεγαλώνω, μεγενθύνω• επεκτείνω•торговлю αυζαίνω το εμπόριο•
расширить завод επεκτείνω το εργοστάσιο•
расширить границы государства μεγαλώνω τα σύνορα του κράτους•
расширить сферу влияния επεκτείνω τη σφαίρα επιρροής.
- кругозор ευρύνω τον ορίζοντα (τις γνώσεις).1. (δι)ευρύνομαι• πλατύνομαι, φαρδύνομαι•дорога -лась ο δρόμος πλάτυνε•
платье -лось το φόρεμα φάρδυνε.
2. αυξαίνω, αυξάνομαι, μεγενθύνομαι, επεκτείνομαι, μεγαλώνω•курорт значительно -лся η λουτρόπολη μεγάλωσε (επεκτάθηκε) σημαντικά.
-
16 сплющить
-щу, -щишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сплющенный, βρ: -щен, -а, -оρ.σ.μ. πλατύνω, κάνω πλακέ.πλατύνομαι. -
17 ширить
-рю, -ришьρ.δ.μ. ευρύνω, πλατύνω, φαρδύνω•ширить пределы ευρύνω τα όρια.
|| μτφ. κάνω πιο μαζικό•ширить социалистическое соревнование δίνω μεγάλη έκταση στη σοσιαλιστική άμιλλα.
ευρύνομαι, πλαταίνω, φαρδαίνω. || εκτείνομαι. || μτφ. γίνομαι πιο μαζικός•-ится движение за мир πλαταίνει το κίνημα της ειρήνης.
См. также в других словарях:
πλατύνω — πλατύνω, πλάτυνα, πεπλατυσμένος βλ. πίν. 48 Σημειώσεις: πλατύνω : η μτχ. πεπλατυσμένος απαντάται κυρίως ως επίθετο (→ πλατύς και σχεδόν επίπεδος) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πλατυνῶ — πλατύνω widen fut ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλατύνω — πλατύ̱νω , πλατύνω widen aor subj act 1st sg πλατύ̱νω , πλατύνω widen pres subj act 1st sg πλατύ̱νω , πλατύνω widen pres ind act 1st sg πλατύ̱νω , πλατύνω widen aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλατύνω — ΝΜΑ, πλαταίνω Ν [πλατύς] καθιστώ κάτι πλατύ ή πλατύτερο το επεκτείνω κατά πλάτος, φαρδαίνω (α. «πλαταίνουν τον δρόμο» β. «πλατύνουσι γὰρ τὰ φυλακτήρια αὐτῶν», ΚΔ) νεοελλ. 1. (αμτβ.) γίνομαι πλατύς ή πλατύτερος απ ὁ,τι ήμουν, ευρύνομαι,… … Dictionary of Greek
πλατύνω — πλάτυνα, βλ. πλαταίνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πεπλατυσμένα — πλατύνω widen perf part mp neut nom/voc/acc pl πεπλατυσμένᾱ , πλατύνω widen perf part mp fem nom/voc/acc dual πεπλατυσμένᾱ , πλατύνω widen perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεπλάτυνται — πλατύνω widen perf ind mp 3rd sg πλατύνω widen perf ind mp 3rd pl (epic ionic) πλατύνω widen perf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλατύνεαι — πλατύνω widen fut ind mid 2nd sg (epic ionic) πλατύ̱νεαι , πλατύνω widen aor subj mid 2nd sg (epic) πλατύ̱νεαι , πλατύνω widen pres ind mp 2nd sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπλάτυνται — πλατύνω widen perf ind mp 3rd sg πλατύνω widen perf ind mp 3rd pl (epic ionic) πλατύνω widen perf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεπλατυσμένον — πλατύνω widen perf part mp masc acc sg πλατύνω widen perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεπλατυσμένων — πλατύνω widen perf part mp fem gen pl πλατύνω widen perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)