-
1 λογία
λογία, ἡ, Sammlung, Collecte für Arme, K. S.
-
2 λογία
λογία, ἡ, Sammlung, Collecte für Arme -
3 πρωτο-λογία
πρωτο-λογία, ἡ, die erste Rede, bes. vor Gericht, Demad. 3; auch die erste Rolle eines Schauspielers; Anfang einer Rede, Schol. Dem.
-
4 προς-ομο-λογία
προς-ομο-λογία, ἡ, Zugeständniß, Billigung, Dem. 39, 41 u. Sp.
-
5 παρα-δοξο-λογία
παρα-δοξο-λογία, ἡ, Rede von wunderbaren Dingen; εἰς παραδοξολογίαν τοῖς ἐσομένοις μεϑ' ἡμᾶς ἔφυμεν, Aesch. 3, 132; ἡ περί τινος, Pol. 3, 47, 6.
-
6 παρα-λογία
παρα-λογία, ἡ, Ausrede, Sp. Aber μετὰ παραλογίας = παραλόγως, Schol. Il. 23, 388.
-
7 παρ-ομο-λογία
παρ-ομο-λογία, ἡ, scheinbares Zugeben, Rhett.
-
8 περισσο-λογία
περισσο-λογία, Weitschweifigkeit, Isocr. 12, 88; Geziertheit im Ausdrucke, D. Hal.
-
9 περι-αυτο-λογία
περι-αυτο-λογία, ἡ, das Sprechen od. Rühmen von sich selbst, Plut. de audit. 5.
-
10 πεζο-λογία
πεζο-λογία, ἡ, das Sprechen oder Schreiben in Prosa, Eust.
-
11 πιθανο-λογία
πιθανο-λογία, ἡ, das Vorbringen von Gründen, um Etwas wahrscheinlich zu machen, Plat. Theaet. 162 e, Ggstz zu ἀπόδειξις u. ἀνάγκη.
-
12 παλιλ-λογία
παλιλ-λογία, ἡ, das Wiederholen des Gesagten, Rhett. – Auch das Widerrufen des Gesagten, der Widerspruch, Theophr. char. 2.
-
13 πονηρο-λογία
πονηρο-λογία, ἡ, das Reden von schlechten Dingen, Arist. top. 8, 12.
-
14 πολυ-λογία
πολυ-λογία, ἡ, vieles Reden, Geschwätzigkeit; Plat. Legg. I, 641 e Xen. Cyr. 1, 4, 3 u. Folgde, wie Arist. pol. 4, 10; Matth. 6, 7.
-
15 σπερμο-λογία
σπερμο-λογία, ἡ, das Wesen u. die Handlungsweise eines σπερμολόγος, Schmarotzerei, Plut. Alc. 36 u. öfter.
-
16 στρατο-λογία
στρατο-λογία, ἡ, das Sammeln eines Heeres, das Soldatenwerben, D. Hal. 6, 44 u. a. Sp.
-
17 σταχυο-λογία
σταχυο-λογία, ἡ, die Aehrenlese, Sp.
-
18 στιχο-λογία
στιχο-λογία, ἡ, das Verse Hersagen, Sp.
-
19 συν-ομο-λογία
συν-ομο-λογία, ἡ, Beistimmung, Uebereinkunft, Plat. Soph. 252 a u. öfter.
-
20 σαπρο-λογία
σαπρο-λογία, ἡ, Schimpf, Nicet.
См. также в других словарях:
λογία — λογίᾱ , λόγιος of fem nom/voc/acc dual λογίᾱ , λόγιος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) λογίᾱ , λογία fem nom/voc/acc dual λογίᾱ , λογία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογίᾳ — λογίᾱͅ , λόγιος of fem dat sg (attic doric aeolic) λογίαι , λογία fem nom/voc pl λογίᾱͅ , λογία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογία — λογία, ἡ (Α) βλ. λογεία … Dictionary of Greek
λόγια — τα (Μ λόγια) 1. λέξεις ή φράσεις, κουβέντες, λόγοι 2. φρ. α) «με δυο λόγια» ή «με λίγα λόγια» κοντολογίς β) «χάνω τα λόγια μου» μάταια προσπαθώ να πείσω νεοελλ. φρ. α) «κακά λόγια» αισχρολογίες, βωμολοχίες β) «καλά λόγια» επαινετικοί λόγοι γ)… … Dictionary of Greek
λόγια — τα πληθ. του ουσ. ο λόγος 1. αυτά που λέει κάποιος, οι κουβέντες: Μου μίλησε με γλυκά λόγια. 2. φρ. «Λόγια παχιά ή λόγια του αέρα», καυχησιολογήματα, αερολογίες· «Είσαι μόνο λόγια», δεν πραγματοποιείς τις υποσχέσεις σου· «Μασάει τα λόγια του»,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
λόγια — λόγιον oracle neut nom/voc/acc pl λόγιος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογίας — λογίᾱς , λόγιος of fem acc pl λογίᾱς , λόγιος of fem gen sg (attic doric aeolic) λογίᾱς , λογία fem acc pl λογίᾱς , λογία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογίαι — λογίᾱͅ , λόγιος of fem dat sg (attic doric aeolic) λογία fem nom/voc pl λογίᾱͅ , λογία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογίαν — λογίᾱν , λόγιος of fem acc sg (attic doric aeolic) λογίᾱν , λογία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λόγι' — λόγια , λόγιον oracle neut nom/voc/acc pl λόγια , λόγιος of neut nom/voc/acc pl λόγιε , λόγιος of masc voc sg λόγιαι , λόγιος of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)