-
1 наклонять
κλίνωλυγίζωγέρνωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > наклонять
-
2 conjuguer
κλίνω -
3 časovat
κλίνω -
4 konjugovat
κλίνω -
5 conjugate
κλίνω -
6 koniugować
κλίνω -
7 odmieniać
κλίνω -
8 наклонить
-
9 склонить
склоню, склонишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. склоненный, βρ: -нен, -нена, -о ρ.σ.μ.1. κλίνω, γέρνω, σκύβω•склонить голову γέρνω το κεφάλι.
2. μτφ. διαθέτω, τραβώ με το μέρος μου• προσελκύω.3. προδιαθέτω, παροτρύνω• πείθω•αποδράσει.εκφρ.склонить взор (взгляд) – α) χαμηλώνω το βλέμμα, κοιτάζω κάτω. β) ρίχνω ευνοϊκή ματιά, βλέπω με καλό μάτι•склонить голову – σκύβω το κεφάλι (υποτάσσομαι)•склонить колени перед кем – πέφτω στα γόνατα κάποιου•.- слух ακούω προσεχτικά, δίνω προσοχή στα λόγια κάποιου.1. κλίνω, γέρνω, σκύβω. || μτφ. υποτάσσομαι, υποκύπτω.2. κατευθύνομαι, πορεύομαι• τραβώ, πηγαίνω•солнце -лось к закату ο ήλιος άρχισε να γέρνει.
|| στρέφομαι, γυρίζω•разговор -лся на научную тему η συνομιλία στράφηκε σε επιστημονικό θέμα.
|| συμμερίζομαι•склонить к какому-л. мнению κλίνω προς κάποια γνώμη.
3. πείθομαι• συμφωνώ. -
10 нагнуть
-
11 склонять
-
12 спрягать
-
13 клониться
клони||ться1. κλίνω, γέρνω·2. перен (приближаться) κλίνω πρός, πλησιάζω, κοντεύω νά..:день клонится к закату ἡ μέρα κοντεύει νά τελειώσει. -
14 поникать
поникатьнесов, поникнуть сое. σκύβω, κλίνω:\поникать головой σκύβω τό κεφάλι, κλίνω τήν κεφαλήν. -
15 склонять
склоня||тьнесов1. (наклонять) κλίνω (μετ.), σκύβω, κύπτω:\склонять голову σκύβω τό κεφάλι, κύπτω τήν κεφαλήν2. (располагать, привлекать) παρασέρνω, παρασύρω/ πείθω (убеждать сделать что-л.):\склонять на свою сторону παρασέρνω κάποιον μέ τό μέρος μου·3. грам. κλίνω. -
16 склоняться
склоня||ться1. (наклоняться) σκύβω (άμετ.), κύπτω (άμετ.), κλίνω (ἄμετ.)Ι γέρνω, κάμπτομαι, λυγίζω (под тяжестью)· 2.:солнце \склонятьсяется к западу ὁ ήλιος γέρνει προς τή δύση·3. (соглашаться, поддаваться уговорам) κλίνω (άμετ.), πείθομαι·4. грам. κλίνομαι. -
17 тяготеть
тяготе||тьнесов1. физ. Ιλκομαι ἀπό, ρέπω προς, κλίνω·2. перен τείνω, κλίνω, ἔχω τάση γιά:\тяготеть· к иску́сству ἔχω κλίση στήν τέχνη· ◊ несчастья \тяготетьют над ним ἡ δυστυχία τόν καταδιώκει. -
18 завалить
-валю, -валишь, παθ. μτχ.παρλθ. χρ. заваленный, βρ: -лен, -а, -оρ.σ.μ.1. γεμίζω•завалить яму кэмними γεμίζω το λάκκο με πέτρες.
|| κλείνω, φράζω•бревнами -ли улицу με κούτσουρα έκλεισαν το δρόμο.
|| συσσωρεύω, στοιβάζω. || μτφ. είμαι παραφορτωμένος•работой я завален всегда από δουλειά είμαι πάντοτε παραφορτωμένος.
2. γέρνω, κλίνω•больной -ил голову назад ο άρρωστος έγειρε πίσω το κεφάλι.
3. ρίχνω κάτω, γκρεμίζω•завалить стену γκρεμίζω τον τοίχο.
4. μτφ. (απλ.) χαλαρώνω, ξεχαρβαλώνω.5. απρόσ. (απλ.) αισθάνομαι βάρος (στο λαιμό, στήθος, αυτιά κ.τ.τ.).1. πέφτω•книга -лась за диван το βιβλίο έπεσε πίσω στο ντιβάνι.
|| χώνομαι, εισδύω.2. γέρνω, κλίνω•голова -лась το κεφάλι έγειρε.
3. γκρεμίζομαι, πέφτω, σωριάζομαι•старый дом -лся το παλιόσπιτο έπεσε.
4. μτφ. (απλ.) αποτυχαίνω•дело -лось η υπόθεση ναυάγησε.
εκφρ.(хоть) завались – (απλ.) αφθονία. -
19 клонить
клоню, клонишьρ.δ.1. κλίνω, γέρνω, κάμπτω, λυγίζω•ветер клонил верхушки деревьев ο άνεμος λύγιζε τις κορυφές των δέντρων•
лодку -ло на бок η βάρκα έγερνε.
2. με παίρνει, με πιάνει•клонит ко сну νυστάζω•
меня от жары к лени клонит από τη ζέστη με πιάνει η τεμπελιά.
3. τραβώ, κατευθύνομαι, παίρνω τροπή•дело к разрыву -ит η υπόθεση τραβάει για χάλασμα, η υπόθεση λασπώνει.
|| μτφ. στρέφω, γυρίζω.εκφρ.клонить голову (шею, спинку) – σκύβω, υποκύπτω, ενδίδω•клонить очи ή взор – χαμηλώνω τα μάτια, το βλέμμα.1. κλίνω, γέρνω, λυγίζω•ветви ивы -ятся к самой воде τα κλαδιά της ιτιάς γέρνουν ως το νερό•
голова -ится от дремоты κουτουλιέμαι από τη νύστα.
|| (για ουράνια σώματα, μέρα κ.τ.τ.) γέρνω προς τη δύση•солнце -ится к западу ο ηλιος γέρνει•
день -ится η μέρα γέρνει.
2. μτφ. πλησιάζω, κοντεύω•дело -ится к развязке η υπόθεση παίρνει τέλος•
победа -лась на нашу сторону η νίκη έκλινε προς εμάς.
3. αποσκοπώ, αποβλέπω•так вот к чему -лись его речи να λοιπόν σε τι αποσκοπούσαν οι λόγοι του.
-
20 кренить
См. также в других словарях:
κλίνω — κλίνω, έκλινα βλ. πίν. 172 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… … Dictionary of Greek
κλίνω — κλί̱νω , κλίνω sráyati aor subj act 1st sg κλί̱νω , κλίνω sráyati pres subj act 1st sg κλί̱νω , κλίνω sráyati pres ind act 1st sg κλί̱νω , κλίνω sráyati aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλινῶ — κλῐνῶ , κλίνω sráyati aor subj pass 1st sg (attic epic doric) κλῐνῶ , κλίνω sráyati fut ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλίνω — έκλινα, κλίθηκα, κλιμένος 1. γέρνω, λυγίζω, πλαγιάζω: Μην κλίνεις τα γόνατα. 2. γράφω ή λέγω όλους τους τύπους κλιτού μέρους του λόγου: Κλίνε μου το ρήμα γράφω. 3. ρέπω, έχω τάση προς κάτι: Κλίνει προς το σοσιαλισμό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κλῖνον — κλίνω sráyati aor imperat act 2nd sg κλίνω sráyati pres part act masc voc sg κλίνω sráyati pres part act neut nom/voc/acc sg κλίνω sráyati imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) κλίνω sráyati imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεκλιμένα — κλίνω sráyati perf part mp neut nom/voc/acc pl κεκλιμένᾱ , κλίνω sráyati perf part mp fem nom/voc/acc dual κεκλιμένᾱ , κλίνω sráyati perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλῖνε — κλίνω sráyati pres imperat act 2nd sg κλίνω sráyati aor ind act 3rd sg (homeric ionic) κλίνω sráyati imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεκλικότα — κλίνω sráyati perf part act neut nom/voc/acc pl κλίνω sráyati perf part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεκλιμέναι — κλίνω sráyati perf part mp fem nom/voc pl κεκλιμένᾱͅ , κλίνω sráyati perf part mp fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεκλιμένον — κλίνω sráyati perf part mp masc acc sg κλίνω sráyati perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)