-
1 λυτροω
1) освобождать, отпускать(τινα χρημάτων Plat.)
λελυτρῶσθαι ἐκ τῶν ἰδίων Dem. — откупиться на собственные средства;λυθρωθείς Arst. — освобожденный за выкуп2) med. освобождать, избавлять3) med. выкупать(τέν χώραν Polyb.)
См. также в других словарях:
λυτρώνω — (AM λυτρῶ, όω) [λύτρα] 1. απελευθερώνω αιχμάλωτο λαμβάνοντας λύτρα, ως αντάλλαγμα 2. απαλλάσσω κάποιον από κακό (α. «ο θάνατος τόν λύτρωσε από τα βάσανα» β. «μηδ ἐκ τῶν ἰδίων λελυτρῶσθαι πένητες ἄνθρωποι», Δημοσθ.) μσν. εξαγοράζω αρχ. 1. (κατά… … Dictionary of Greek