-
1 άνοιγμα των προσφορών
отворање на понудитеГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > άνοιγμα των προσφορών
-
2 άνω των..
повеќе од..Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > άνω των..
-
3 εκ των προτέρων
однапредГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > εκ των προτέρων
-
4 εκτός των
оcвенГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > εκτός των
-
5 εκτός των...
надвор од..Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > εκτός των...
-
6 ισότητα των δύο φύλων
еднаквоcт на половитеГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > ισότητα των δύο φύλων
-
7 κατα την διάρκεια των μπρίφιν
во текот на брифинзитеГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > κατα την διάρκεια των μπρίφιν
-
8 κεκλεισμένων των θυρών
зад затворена вратаГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > κεκλεισμένων των θυρών
-
9 κορυφές των βουνών
планинcките врвовиГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > κορυφές των βουνών
-
10 πλήν των
оcвенГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > πλήν των
-
11 χρώμα των μαλλιών
боjата на коcатаГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > χρώμα των μαλλιών
-
12 προαγωγή
унапредување(πχ. των σχέσεων) унапредувањетоГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > προαγωγή
См. также в других словарях:
τών — τῶν ΝΜΑ (αρθρ.) (γεν. πληθ.) βλ. ο … Dictionary of Greek
Τῶν δύο μαχομένων ὁ τρίτος πρῶτος. — См. Двое плюются, третий потешается … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
τῶν — ὁ lentil fem gen pl ὁ lentil masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λαυρέντιος των Μεδίκων, ο Μεγαλοπρεπής — (Lorenzo de’ Medici, «il Magnifico», Φλωρεντία 1449 – Καρέτζι 1492). Ιταλός ηγεμόνας και κυβερνήτης της Φλωρεντίας. Ήταν γιος του Πέτρου των Μεδίκων και της Λουκρητίας Τορναμπουόνι. Παρακολούθησε φιλολογικά μαθήματα κοντά σε εκλεκτούς ουμανιστές… … Dictionary of Greek
Επιτροπή των Περιφερειών — Συμβουλευτικό όργανο των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και περιφερειακής διοίκησης των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έχει 222 μέλη που διορίζονται ομόφωνα από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ύστερα από πρόταση των κρατών μελών. Η θητεία τους… … Dictionary of Greek
θεμέλια των μαθηματικών — Κλάδος των μαθηματικών που αναλύει τις βασικές έννοιες των διαφόρων μαθηματικών θεωριών. Αυτό το είδος έρευνας, σήμερα αρκετά προχωρημένο, άρχισε από τα μέσα του 19ου αι. Η κριτική των θεμελίων της αριθμητικής έχει ιδιαίτερη σημασία για τον λόγο… … Dictionary of Greek
μυελός των οστών — Ιστός που περιέχεται στα οστά και αναγεννά μερικές κατηγορίες μορφολογικών στοιχείων του αίματος· αποτελείται από ένα πυκνό δίχτυ αργυρόφιλων ινιδίων, μέσα στο οποίο βρίσκονται δικτυοκύτταρα και αιμοποιητικά κύτταρα με πολυάριθμα αιμοφόρα… … Dictionary of Greek
Εγκυκλοπαίδεια ή Συστηματικό λεξικό των επιστημών, των τεχνών και των επαγγελμάτων — (Encyclopédie). Εκλαϊκευτικό έργο της επιστήμης και της φιλοσοφίας που εκδόθηκε στο Παρίσι από το 1751 έως το 1772. Περιλάμβανε 17 τόμους, επιπλέον 11 τόμους με πίνακες, ένα πεντάτομο συμπλήρωμα και ένα δίτομο ευρετήριο. Η Ε., πρώτη πρακτική… … Dictionary of Greek
Ινδιών, Εταιρεία των- — Κύριο όργανο του αγγλικού, του γαλλικού και του ολλανδικού αποικισμού στις Ινδίες κατά τον 17ο και τον 18ο αι. Οι πιο γνωστές για τον ρόλο που διαδραμάτισαν και για τη διάρκειά τους ήταν: η Αγγλική Εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών, η Ολλανδική… … Dictionary of Greek
Κοινωνία των Εθνών — Διεθνής οργανισμός που λειτούργησε κατά το πρώτο μισό του 20ού αι. και αποτέλεσε, κατά κάποιον τρόπο, τον πρόδρομο του ΟΗΕ. Η Κ.τ.Ε. ιδρύθηκε στο Παρίσι, στο πλαίσιο της συνθήκης των Βερσαλιών, με την οποία τερματίστηκε ο Α’ Παγκόσμιος πόλεμος.… … Dictionary of Greek
Βάσκων, χώρα των- — (βασκ. Euskadi, ισπαν. Pais Vasco). Περιοχή των δυτικών Πυρηναίων, μοιρασμένη μεταξύ Γαλλίας και Ισπανίας, που διαφέρει από τις άλλες για την εθνική ιδιορρυθμία του πληθυσμού της, ο οποίος στην απόλυτη πλειοψηφία του είναι Βάσκοι. Οι γαλλικές… … Dictionary of Greek