Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ἐκ+τῆς+δόξης

  • 1 зенит

    зенит
    м астр., перен τό ζενίθ:
    в \зените славы είς τόν κολοφῶνα τής δόξης, στό ζενίθ τής δόξας.

    Русско-новогреческий словарь > зенит

  • 2 Meet

    adj.
    Fitting, suitable: P. and V. ἐπιτήδειος, σύμφορος, πρόσφορος.
    Opportune: P. and V. καίριος, ἐπκαιρος, V. εὔκαιρος,
    Becoming: P. and V. εὐπρεπής, σύμμετρος, πρέπων, προσήκων, εὐσχήμων, καθήκων, Ar. and P. πρεπώδης, V. ἐπεικώς, προσεικώς, συμπρεπής.
    It is meet, v.:P. and V. πρέπει, προσήκει, ἁρμόζει.
    ——————
    v. trans.
    Encounter ( persons): P. and V. τυγχνειν (gen.), συντυγχνειν (dat.; V. gen.), ἐντυγχνειν (dat.), παντᾶν (dat.), συναντᾶν (dat.) (Xen., also Ar.), P. περιτυγχάνειν (dat.), Ar. and P. ἐπιτυγχνειν (dat. or gen.), V. ἀντᾶν (dat.). συναντιάζειν (dat.), παντιάζειν (dat.), συνάντεσθαι (dat.), ἀντικυρεῖν (dat.).
    Meet ( things; e.g., disasters): P. and V. τυγχνειν (gen.), ἐντυγχνειν (dat.), ἐμπίπτειν (εἰς, acc.), περιπίπτειν (dat.), Ar. and V. κυρεῖν (gen.), V. συγκυρεῖν (dat.), ἀντᾶν (dat.).
    Experience: P. and V. χρῆσθαι (dat.).
    Face: P. and V. πέχειν, φίστασθαι; see Face.
    Light on: see light on.
    Meet in battle: P. and V. παντᾶν (dat.), συμφέρεσθαι (dat.), συμβάλλειν (dat.), ἀντιτάσσεσθαι (dat.), V. συμβάλλειν μχην (dat.), see also Engage.
    Have an interview with: P. and V. συνέρχεσθαι (dat.), συγγίγνεσθαι (dat.); see Interview.
    Deal with: P. ὁμιλεῖν (dat.), προσομιλεῖν (dat.); see have dealings with, under Dealings.
    Meet ( accusation): P. and V. ἀντιλέγειν (dat.).
    It is not at all easy to meet the tactics of these men: P. οὐ πάνυ ἐστὶ ῥᾴδιον ταῖς τούτων παρασκευαῖς ἀνταγωνίζεσθαι (Den. 1078).
    Have you met me on ground where I am unassailable in everything? P. οὗ μὲν ἐγὼ ἀθῷος ἅπασι... ἐνταῦθα ἀπήντηκας; (Dem. 269).
    Meet the wishes and views of each: P. τῆς ἑκάστου βουλησέως τε καὶ δόξης τυχεῖν (Thuc. 2, 35).
    Meet folly with folly: V. ἀντιτείνειν νήπιʼ ἀντὶ νηπίων (Eur., Med. 891).
    V. intrans. Come together: P. and V. συνέρχεσθαι.
    Meet ( of things): P. συμβάλλειν εἰς ταὐτό.
    Where branching roads meet: V. ἔνθα δίστομοι... συμβάλλουσιν... ὁδοί (Soph., O.C. 900).
    Meet for discussion: Ar. and P. συγκαθῆσθαι.
    Meet beforehand: P. προαπαντᾶν (absol.).
    Meet with: P. and V. τυγχνειν (gen.), προστυγχνειν (gen.), Ar. and V. κυρεῖν (gen.); see light on, encounter.
    met., experience: P. and V. χρῆσθαι (dat.).
    We happened to meet with a storm: P. ἐτύχομεν χειμῶνί τινι χρησάμενοι (Antiphon, 131).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Meet

См. также в других словарях:

  • Τοῖς διὰ τῆς δόξης βαδίζουσιν ἀκολουθεῖ φθόνος. — См. Где счастье, там и зависть …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • АНАПОДИЗМ — [греч. ἀναποδισμός от ἀναποδίζω двигаться назад, возвращаться], вид визант. церковно певч. композиции эпохи калофонического пения. А., как и анаграмматизм (в рукописях эти термины часто смешиваются и взаимозаменяются), обозначает перестановку… …   Православная энциклопедия

  • εφημερίδα — Έντυπο που κυκλοφορεί κάθε μέρα ή σε αραιότερα χρονικά διαστήματα και περιέχει ειδήσεις, σχόλια και άλλο υλικό της επικαιρότητας. Στην ευρύτερη σημασία του ο όρος ε. χαρακτηρίζει κάθε τυπωμένο κείμενο, στο οποίο καταχωρούνται ειδήσεις που… …   Dictionary of Greek

  • χαρακτήρας — Παραγόμενη από το χαράσσω, σκαλίζω, η λέξη χ., στη φιλοσοφία και στην ψυχολογία, σημαίνει το τυπικό αποτέλεσμα, στην ατομική περίπτωση –που πάντα αλλάζει, αλλά ωστόσο έχει σταθερότητα και συνέπεια– της διαπλαστικής επίδρασης παραγόντων, που… …   Dictionary of Greek

  • ВОПЛОЩЕНИЕ — [греч. ἐνσάρκωσις, лат. incarnatio], ключевое событие истории спасения, состоящее в том, что предвечное Слово (Логос), Сын Божий, Второе Лицо Пресв. Троицы, восприняло человеческую природу. Вера в факт В. служит основанием христ. исповедания… …   Православная энциклопедия

  • ВХОД ГОСПОДЕНЬ В ИЕРУСАЛИМ — Описанное 4 евангелистами (Мф 21. 1 11; Мк 11. 1 11; Лк 19. 28 40; Ин 12. 12 19) одно из главных событий последних дней земной жизни Господа Иисуса Христа Его торжественное прибытие в Иерусалим накануне праздника Пасхи, к рое хронологически и… …   Православная энциклопедия

  • δόξα — I Μυστική εφημερίδα της Κατοχής (1941 44). Αριθμεί 99 φύλλα, καθώς και ορισμένα που εκδόθηκαν μετά την απελευθέρωση. Ο ιδρυτής της Κωνσταντίνος Περρίκος εκτελέστηκε από τους Γερμανούς. II Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ.,… …   Dictionary of Greek

  • επινίκιον — Αρχαία λυρική σύνθεση που υμνούσε μία νίκη στους πανελλήνιους αγώνες. Στοιχεία περισσότερο ή λιγότερο σταθερά των ε. ήταν το εγκώμιο του νικητή, της πόλης του, του γένους και των προγόνων του, η επίκληση της προστάτιδας θεότητας, οι ηθικές… …   Dictionary of Greek

  • ГЕОРГИЙ — [греч. Γεώργιος] († 303), вмч. (пам. 23 апр., 3 нояб., пам. рус. 26 нояб., пам. груз. 10 нояб.). Один из наиболее известных святых в христ. мире, а в нек рых странах (напр., в Грузии и Англии) самый почитаемый. Претерпевший особо тяжелые… …   Православная энциклопедия

  • Altgriechisch — Zeitraum etwa 800 v. Chr.–300 v. Chr. (auch bis 600 n. Chr.) Ehemals gesprochen in (vorwiegend östlicher) Mittelmeerraum Linguistische Klassifikation Indo Europäisch Altgriechisch …   Deutsch Wikipedia

  • Altgriechische Sprache — Altgriechisch Zeitraum etwa 800 v. Chr.–300 v. Chr. (auch bis 600 n. Chr.) Ehemals gesprochen in (vorwiegend östlicher) Mittelmeerraum Linguistische Klassifikation Indoeuropäisch Altgriechi …   Deutsch Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»