-
1 зенит
зенитм астр., перен τό ζενίθ:в \зените славы είς τόν κολοφῶνα τής δόξης, στό ζενίθ τής δόξας. -
2 Meet
adj.Fitting, suitable: P. and V. ἐπιτήδειος, σύμφορος, πρόσφορος.Opportune: P. and V. καίριος, ἐπίκαιρος, V. εὔκαιρος,Becoming: P. and V. εὐπρεπής, σύμμετρος, πρέπων, προσήκων, εὐσχήμων, καθήκων, Ar. and P. πρεπώδης, V. ἐπεικώς, προσεικώς, συμπρεπής.It is meet, v.:P. and V. πρέπει, προσήκει, ἁρμόζει.——————v. trans.Encounter ( persons): P. and V. τυγχάνειν (gen.), συντυγχάνειν (dat.; V. gen.), ἐντυγχάνειν (dat.), ἀπαντᾶν (dat.), συναντᾶν (dat.) (Xen., also Ar.), P. περιτυγχάνειν (dat.), Ar. and P. ἐπιτυγχάνειν (dat. or gen.), V. ἀντᾶν (dat.). συναντιάζειν (dat.), ὑπαντιάζειν (dat.), συνάντεσθαι (dat.), ἀντικυρεῖν (dat.).Meet ( things; e.g., disasters): P. and V. τυγχάνειν (gen.), ἐντυγχάνειν (dat.), ἐμπίπτειν (εἰς, acc.), περιπίπτειν (dat.), Ar. and V. κυρεῖν (gen.), V. συγκυρεῖν (dat.), ἀντᾶν (dat.).Experience: P. and V. χρῆσθαι (dat.).Light on: see light on.Meet in battle: P. and V. ἀπαντᾶν (dat.), συμφέρεσθαι (dat.), συμβάλλειν (dat.), ἀντιτάσσεσθαι (dat.), V. συμβάλλειν μάχην (dat.), see also Engage.It is not at all easy to meet the tactics of these men: P. οὐ πάνυ ἐστὶ ῥᾴδιον ταῖς τούτων παρασκευαῖς ἀνταγωνίζεσθαι (Den. 1078).Have you met me on ground where I am unassailable in everything? P. οὗ μὲν ἐγὼ ἀθῷος ἅπασι... ἐνταῦθα ἀπήντηκας; (Dem. 269).Meet the wishes and views of each: P. τῆς ἑκάστου βουλησέως τε καὶ δόξης τυχεῖν (Thuc. 2, 35).Meet folly with folly: V. ἀντιτείνειν νήπιʼ ἀντὶ νηπίων (Eur., Med. 891).V. intrans. Come together: P. and V. συνέρχεσθαι.Where branching roads meet: V. ἔνθα δίστομοι... συμβάλλουσιν... ὁδοί (Soph., O.C. 900).Meet for discussion: Ar. and P. συγκαθῆσθαι.Meet beforehand: P. προαπαντᾶν (absol.).Meet with: P. and V. τυγχάνειν (gen.), προστυγχάνειν (gen.), Ar. and V. κυρεῖν (gen.); see light on, encounter.met., experience: P. and V. χρῆσθαι (dat.).We happened to meet with a storm: P. ἐτύχομεν χειμῶνί τινι χρησάμενοι (Antiphon, 131).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Meet
См. также в других словарях:
Τοῖς διὰ τῆς δόξης βαδίζουσιν ἀκολουθεῖ φθόνος. — См. Где счастье, там и зависть … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
АНАПОДИЗМ — [греч. ἀναποδισμός от ἀναποδίζω двигаться назад, возвращаться], вид визант. церковно певч. композиции эпохи калофонического пения. А., как и анаграмматизм (в рукописях эти термины часто смешиваются и взаимозаменяются), обозначает перестановку… … Православная энциклопедия
εφημερίδα — Έντυπο που κυκλοφορεί κάθε μέρα ή σε αραιότερα χρονικά διαστήματα και περιέχει ειδήσεις, σχόλια και άλλο υλικό της επικαιρότητας. Στην ευρύτερη σημασία του ο όρος ε. χαρακτηρίζει κάθε τυπωμένο κείμενο, στο οποίο καταχωρούνται ειδήσεις που… … Dictionary of Greek
χαρακτήρας — Παραγόμενη από το χαράσσω, σκαλίζω, η λέξη χ., στη φιλοσοφία και στην ψυχολογία, σημαίνει το τυπικό αποτέλεσμα, στην ατομική περίπτωση –που πάντα αλλάζει, αλλά ωστόσο έχει σταθερότητα και συνέπεια– της διαπλαστικής επίδρασης παραγόντων, που… … Dictionary of Greek
ВОПЛОЩЕНИЕ — [греч. ἐνσάρκωσις, лат. incarnatio], ключевое событие истории спасения, состоящее в том, что предвечное Слово (Логос), Сын Божий, Второе Лицо Пресв. Троицы, восприняло человеческую природу. Вера в факт В. служит основанием христ. исповедания… … Православная энциклопедия
ВХОД ГОСПОДЕНЬ В ИЕРУСАЛИМ — Описанное 4 евангелистами (Мф 21. 1 11; Мк 11. 1 11; Лк 19. 28 40; Ин 12. 12 19) одно из главных событий последних дней земной жизни Господа Иисуса Христа Его торжественное прибытие в Иерусалим накануне праздника Пасхи, к рое хронологически и… … Православная энциклопедия
δόξα — I Μυστική εφημερίδα της Κατοχής (1941 44). Αριθμεί 99 φύλλα, καθώς και ορισμένα που εκδόθηκαν μετά την απελευθέρωση. Ο ιδρυτής της Κωνσταντίνος Περρίκος εκτελέστηκε από τους Γερμανούς. II Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ.,… … Dictionary of Greek
επινίκιον — Αρχαία λυρική σύνθεση που υμνούσε μία νίκη στους πανελλήνιους αγώνες. Στοιχεία περισσότερο ή λιγότερο σταθερά των ε. ήταν το εγκώμιο του νικητή, της πόλης του, του γένους και των προγόνων του, η επίκληση της προστάτιδας θεότητας, οι ηθικές… … Dictionary of Greek
ГЕОРГИЙ — [греч. Γεώργιος] († 303), вмч. (пам. 23 апр., 3 нояб., пам. рус. 26 нояб., пам. груз. 10 нояб.). Один из наиболее известных святых в христ. мире, а в нек рых странах (напр., в Грузии и Англии) самый почитаемый. Претерпевший особо тяжелые… … Православная энциклопедия
Altgriechisch — Zeitraum etwa 800 v. Chr.–300 v. Chr. (auch bis 600 n. Chr.) Ehemals gesprochen in (vorwiegend östlicher) Mittelmeerraum Linguistische Klassifikation Indo Europäisch Altgriechisch … Deutsch Wikipedia
Altgriechische Sprache — Altgriechisch Zeitraum etwa 800 v. Chr.–300 v. Chr. (auch bis 600 n. Chr.) Ehemals gesprochen in (vorwiegend östlicher) Mittelmeerraum Linguistische Klassifikation Indoeuropäisch Altgriechi … Deutsch Wikipedia