Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἐκ+τόσου

  • 1 τοσος

         τόσος
        эп. тж. τόσσος 3
        такой (не)большой, столь (не)значительный, столь немногочисленный
        

    δὴς τ. Soph. — вдвое больший;

        τ. …, ὅσος или ὡς Hom., Aesch.; — столь великий или многочисленный …, как;
        ὅσῳ (μᾶλλον) …, τόσῳ (μᾶλλον) Xen. — чем более …, тем более;
        τόσα καὴ τόσα ἔτη Dem. — столько-то и столько-то лет;
        ἐκ τόσου Her., Plat.; — со столь давнего времени, с тех самых пор - см. тж. τόσον

    Древнегреческо-русский словарь > τοσος

См. также в других словарях:

  • τόσου — τόσος so great masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόσος — η, ο / τόσος, η, ον, ΝΜΑ, και επικ. τ. τόσσος, η, ον, Α (δεικτ. αντων. συσχετική τών πόσος και όσος) 1. αυτής τής ποσότητας, αυτού τού πλήθους, αυτής τής έντασης, αυτής τής διάρκειας, τέτοιος ως προς την ποσότητα, το πλήθος, την ένταση, τη… …   Dictionary of Greek

  • φυσιολογικός — ή, ό / φυσιολογικός, ή, όν, ΝΑ [φυσιολογία] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιστήμη τής φυσιολογίας 2. μτφ. α) αυτός που υπάρχει, γίνεται ή εξελίσσεται σύμφωνα με τη φύση, κανονικός, ομαλός (α. «φυσιολογικός τοκετός» β. «ύστερα από …   Dictionary of Greek

  • Χάρης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος στρατηγός από τον δήμο της Αιξωνής (περ. 400 – περ. 324 π.Χ.). Διακρίθηκε στην αποστολή του για βοήθεια από τους Αθηναίους προς τους συμμάχους τους Φλιασίους (367), οι οποίοι πιέζονταν από τους Σικυώνιους και …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»